Η κουλτούρα του #cancel α λα ελληνικά

Τι κοινό έχουν οι influencers Αλέξανδρος Κοψιάλης και SuperKiki, ο ηθοποιός Κέβιν Σπέισι, ο μουσικός Kanye West με την Αράχοβα; Εκ πρώτης, ελάχιστα. Ωστόσο, πρόσφατα βρέθηκαν στη δίνη του κυκλώνα της cancel culture, της κουλτούρας της ακύρωσης. Οι λόγοι μπορεί να είναι διαφορετικοί – το όνομά τους συνδέθηκε έμμεσα ή άμεσα με υποθέσεις σεξουαλικής βίας, εξέφρασαν μία άποψη ή έπραξαν κάτι που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, συνδέθηκαν με ένα περιστατικό κακοποίησης ζώου… Το αποτέλεσμα ήταν κοινό: Χιλιάδες χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δημοσίευσαν στους λογαριασμούς τους σχετικά hashtag με σκοπό να καταδικάσουν και να απορρίψουν πρόσωπα ή πρακτικές.

Πρόκειται για ένα φαινόμενο που τα τελευταία χρόνια δεν έχει αφήσει κανέναν αλώβητο, από κωμικούς και ηθοποιούς μέχρι μουσικούς και τηλεοπτικούς παρουσιαστές, εντός και εκτός Ελλάδας. Πλέον, όμως, έχει επεκταθεί σε ολόκληρες περιοχές. Πιο πρόσφατο παράδειγμα το #cancel_arachova. Τον περασμένο μήνα, στον απόηχο της φρικτής κακοποίησης που υπέστη ένα οκτάχρονο χάσκι, ο Ολιβερ, ένα ετερόκλητο πλήθος εξέφρασε μέσω – κυρίως ανώνυμων – λογαριασμών των social media τον αποτροπιασμό του, προτρέποντας παράλληλα σε μποϊκοτάζ του δημοφιλούς χειμερινού θερέτρου, θεωρώντας ότι οι κάτοικοι της περιοχής συγκαλύπτουν τον δράστη, ο οποίος παραμένει άγνωστος, και δεν συνδράμουν τις αρχές στις έρευνές τους.

Ακύρωση της πολυφωνίας;

Οι πρακτικές αυτές ως αφετηρία έχουν συχνά την ανάγκη να αποκαλυφθούν και να στηλιτευτούν πρακτικές κακοποίησης και βαναυσότητας, μορφές κοινωνικής αδικίας και φαινόμενα ρατσισμού και σεξισμού, ή το σπάσιμο της ασυλίας που απολάμβαναν διάφοροι «επώνυμοι», οχυρωμένοι πίσω από τη δημοφιλία τους. Ισως εμπνέονται από την ανάγκη για κοινωνική αλλαγή, για ενθάρρυνση της λογοδοσίας και για την ανάδειξη σοβαρών κοινωνικών ζητημάτων. Εν τούτοις, δεν είναι λίγες οι φωνές που επισημαίνουν ότι πλέον διαμορφώνεται μια κουλτούρα που μπορεί να επιφέρει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, με πρώτα θύματα την ίδια την πολυφωνία, την ελευθερία της έκφρασης και εν τέλει τη στρέβλωση του μηνύματος.

«Οι χρήστες θέλησαν να στηλιτεύσουν και να κινητοποιήσουν τον κόσμο ενάντια στην εγκληματική απανθρωπιά απέναντι στα ζώα. Ομως πού είναι τα ζώα στο #cancel_arachova και γιατί αναφέρεται μόνο η Αράχοβα; Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν ανείπωτα πράγματα σε ζώα σε πολλές περιοχές της χώρας. Η  σκληρότητα και η απανθρωπιά δεν έχουν τοπικό χαρακτήρα» εξηγεί στα «ΝΕΑ» η καθηγήτρια Κοινωνικής και Πολιτικής Ανάλυσης της Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Λίζα Τσαλίκη, επισημαίνοντας παράλληλα ότι πράγματι με τον τρόπο αυτόν μπορεί να διαστρεβλωθεί το πραγματικό μήνυμα πίσω από την ακύρωση.

Από την πλευρά του, ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, Επικοινωνίας και Πολιτισμού του Πάντειου Πανεπιστημίου Σταύρος Καπερώνης επισημαίνει πως οι συζητήσεις που σχετίζονται με την κουλτούρα της ακύρωσης εστιάζουν στο δέντρο και χάνουν το δάσος: «Πολλές φορές η κριτική αυτή επικεντρώνεται σε προσωπικό επίπεδο, αντί να επικεντρώνεται σε ουσιαστικές συζητήσεις».

Από τον εξοστρακισμό στη σύγχρονη ακύρωση

Η ιδιαιτερότητα του cancel culture είναι ότι οι ίδιοι οι χρήστες των κοινωνικών δικτύων αποφασίζουν ποιος θα υποστεί κριτική και εν τέλει απομόνωση – θυμίζοντας τον οστρακισμό της Αρχαίας Αθήνας. Κατά τον Σταύρο Καπερώνη, αυτή η κριτική βασίζεται σε πράξεις ή απόψεις που οι… αυτόκλητοι δικαστές θεωρούν αμφιλεγόμενες: «Αφού έγιναν ευρέως γνωστές πολυάριθμες περιπτώσεις διαδικτυακής διαπόμπευσης, ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ευρέως διαδεδομένη, εξοργισμένη διαδικτυακή αντίδραση σε μια μόνο προκλητική δήλωση που έγινε εναντίον ενός μόνο στόχου. Με τον καιρό, καθώς οι μεμονωμένες περιπτώσεις απόρριψης αυξήθηκαν και η νοοτροπία των χρηστών έγινε σαφέστερη, οι σχολιαστές άρχισαν να βλέπουν μια «κουλτούρα» αγανάκτησης και άρνησης. Επομένως, όλοι όσοι οι πράξεις τους ή οι απόψεις τους είναι αμφιλεγόμενες για το ευρύ κοινό μπορούν να «ακυρωθούν» ή να απομονωθούν από το σύνολο».

Η αφετηρία με το «Your love is canceled»

Ποια είναι, όμως, η αφετηρία αυτής της κουλτούρας; Σύμφωνα με τη Λίζα Τσαλίκη, οι πρώτες αναφορές εντοπίζονται στην αφροαμερικανική τέχνη με το «cancel» να αναφέρεται στο τραγούδι «Your love is canceled» του Nile Rodgers των Chic που αποτέλεσε στη συνέχεια έμπνευση για μια στιχομυθία – «Cancel that bitch» – των ηρώων στην ταινία του 1991 «New Jack City» του Barry Michael Cooper. Tο 2005 o 50 Cent περιλαμβάνει στο κομμάτι του «Hustler’s Ambition» αυτή τη στιχομυθία, η οποία επανεμφανίζεται το 2009 στο τραγούδι του Lil Wayne «I am Single». «Στη δεκαετία του 2000 ο όρος κυκλοφορεί στο black twitter (σ.σ. κομμάτι του twitter που το χρησιμοποιεί η μαύρη κοινότητα) και τον χρησιμοποιούν κυρίως νεαροί Αφροαμερικανοί ακριβώς για να συζητήσουν και να θίξουν τα κακώς κείμενα της Αμερικής» τονίζει η καθηγήτρια. Τη δεκαετία του 2010 ο όρος έγινε τάση, ιδίως μετά την εμφάνιση του διαδικτυακού κινήματος του #MeToο: «Από το 2010 και μετά αρχίζουμε και έχουμε αυτό το ευρύτερο «call out», δηλαδή το «ξεφώνημα» που παίρνει μια πολύ μεγαλύτερη διάσταση, γίνεται viral λόγω της ψηφιακής συνθήκης και της ανάπτυξης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης» συνεχίζει.

Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Σταύρος Καπερώνης, «στο πλαίσιο αυτό το κίνημα #MeToo ενθάρρυνε γυναίκες ή άνδρες να μιλήσουν για το αν έχουν υποστεί ανάρμοστες ή κακοποιητικές συμπεριφορές, ιδιαίτερα από ισχυρούς ή διάσημους ανθρώπους. Αντίστοιχα, το κίνημα Black Lives Matter επιδίωκε να αναδείξει την ανισότητα, τον ρατσισμό και τις διακρίσεις που υφίσταται η μαύρη κοινότητα από αστυνομικούς που έκαναν κατάχρηση εξουσίας με αποτέλεσμα να αφαιρέσουν τη ζωή από μαύρους άνδρες και γυναίκες σε όλη τη χώρα».

Ωστόσο, η Λίζα Τσαλίκη υπογραμμίζει ότι η γενίκευση της χρήσης αυτού του όρου οδήγησε σε μια διαφορετική πρακτική και σήμανσή του: «Ο όρος απέκτησε μια διαφορετική αίσθηση και χρήση όταν ξεπέρασε τα όρια της ευρύτερης αφροαμερικανικής κοινότητας και τον οικειοποιήθηκε η «λευκή» Αμερική. Πλέον, η υφαρπαγή του «cancel» από τα συντηρητικά στρώματα έχει οδηγήσει πολλούς να το γελοιοποιούν με αποτέλεσμα να έχει αρνητικές συμπαραδηλώσεις».

Το 2021 το φαινόμενο «μεταδόθηκε» ευρέως και στην Ελλάδα, όπου πια έχει λάβει τη μορφή «ενός νέου είδους εξοστρακισμού, που εξελίσσεται κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι χρήστες χρησιμοποιούν τη δύναμη των on-line πλατφορμών για να εκφράσουν δημόσια τη δυσαρέσκειά τους και να προωθήσουν την κατακραυγή ή τον αποκλεισμό κάποιου» σημειώνει ο Σταύρος Καπερώνης.

Οι υποστηρικτές, οι επικριτές και τα άτυπα λαϊκά δικαστήρια

Δεν λείπουν και εκείνοι που αντιμετωπίζουν την κουλτούρα ακύρωσης ως έναν θετικό όρο, υποστηρίζοντας ότι η «αποκήρυξη» είναι μια μορφή έκφρασης ελεύθερου λόγου, που προάγει τη λογοδοσία και δίνει φωνή στους αδικημένους. Από την άλλη, οι επικριτές της υποστηρίζουν ότι είναι αντιπαραγωγική, αποτυγχάνει να επιφέρει κοινωνική αλλαγή, γεννά μισαλλοδοξία και καταντά εκφοβισμός. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια πρακτική που μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τις ζωές των ατόμων που «ακυρώνονται» πριν από την όποια ετυμηγορία των φυσικών δικαστηρίων – σε περιπτώσεις που το «επίδικο» εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους. Ομως, την ίδια στιγμή, υποστηρίζουν οι θιασώτες του, βοηθά τη συσπείρωση γύρω την υπεράσπιση των δικαιωμάτων κάποιου που αδικήθηκε.

«Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η «κουλτούρα της ακύρωσης» θυμίζει κάποιες φορές ένα άτυπο λαϊκό δικαστήριο, καθώς οι κοινότητες λαμβάνουν τη δικαιοσύνη στα χέρια τους, αποφασίζοντας ποιος πρέπει να υποστεί κριτική ή κατακραυγή. Φυσικά από την άλλη πλευρά υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου η κοινωνική κατακραυγή μέσω κοινωνικών δικτύων συνέβαλε στο να δοθεί λύση ή να επέλθει κάποια ισορροπία» υπογραμμίζει ο Σταύρος Καπερώνης.

«Μια τοξική κουλτούρα που δεν συγχωρεί»

Στο πλαίσιο της κουλτούρας της ακύρωσης αλλά και της πολιτικής ορθότητας, συχνά ψυχαγωγικό περιεχόμενο (ταινίες, τραγούδια) λογοκρίνεται, αλλάζει ή απορρίπτεται εξ ολοκλήρου. Πρόσφατο παράδειγμα το τραγούδι «Αδωνις» της Αλκηστης Πρωτοψάλτη. Η Λίζα Τσαλίκη, καθηγήτρια Κοινωνικής και Πολιτικής Ανάλυσης της Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, εξηγεί πως πλέον συναντάμε στον όρο μια τιμωρητική διάθεση που δεν λαμβάνει υπόψη το ιστορικό πλαίσιο: «Βλέπουμε μια ρητορική μίσους, μια τοξική κουλτούρα που δεν συγχωρεί. Πολλές φορές κρίνει έξω από ιστορικά πλαίσια, άρα είναι τιμωρητική γιατί σκέφτεται με σημερινούς όρους για πράγματα που συνέβησαν σε μια άλλη εποχή, κάτω από άλλες συνθήκες, όπου ο κόσμος λειτουργούσε αλλιώς».

Η ίδια επισημαίνει ότι η έκταση και η μορφή που έχει πάρει το φαινόμενο υπονομεύει τον πραγματικό διάλογο: «Ανησυχώ ότι πολύς κόσμος φιλτράρει δυο, τρεις, πέντε, δεκαπέντε φορές αυτό που θα πει, γιατί θα σκεφτεί ότι «αυτό δεν πρέπει να το πω έτσι, διότι θα έχει έναν αντίκτυπο εναντίον μου και θα με κάνουν cancel». Δεν ξέρω κατά πόσο όλο αυτό πραγματικά προάγει διάλογο, την ανοιχτότητα, τη συμπερίληψη». Την έλλειψη διαλόγου υπογραμμίζει και ο Σπύρος Καπερώνης, καθηγητής στο Τμήμα Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, Επικοινωνίας και Πολιτισμού του Πάντειου Πανεπιστημίου: «Υπάρχει συχνά υπερβολή σε αυτό το φαινόμενο, έλλειψη διαλόγου και αδυναμία για διόρθωση ενδεχόμενων λαθών που μπορεί να οδηγήσει σε επιφανειακές κρίσεις».

Ο κίνδυνος που ελλοχεύει, κατά τους ειδικούς, είναι ένα μη εκπαιδευμένο κοινό να αποφασίζει για το πού πρέπει να αποδοθούν ευθύνες ή να επιβληθούν κυρώσεις για κάτι που δεν του είναι αρεστό, αμφισβητώντας τη σημασία της ενημερωμένης κριτικής, του δημόσιου διαλόγου και των θεσμών και αρχών της δικαιοσύνης. Είναι αρκετές οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι άνθρωποι που «υπέστησαν» cancel τελικά καταδικάστηκαν. Υπάρχουν, όμως, και αυτές όπου αδίκως κατηγορήθηκαν και τελικά αθωώθηκαν από τους φυσικούς-θεσμικούς δικαστές τους.

«Προφανώς πρέπει να στηλιτεύουμε, να κριτικάρουμε, να παίρνουμε θέση, να λέμε ανοιχτά τη γνώμη μας και να φέρουμε στο προσκήνιο τα κακώς κείμενα. Αλλά ποιος ορίζει το σωστό και το λάθος, το κατάλληλο και το ακατάλληλο, το πολιτικά σωστό; Πόσο σίγουροι είμαστε ότι βρισκόμαστε πάντοτε στη σωστή πλευρά της ιστορίας;» διερωτάται η Λίζα Τσαλίκη, τονίζοντας ότι «είναι ένα πράγμα να αναγάγει κάποιος ένα ζήτημα με αυτόν τον τρόπο στη δημόσια ατζέντα και να του δίνει ορατότητα για να το συζητήσει ο κόσμος και άλλο να υπάρχουν συγκεκριμένες απτές επιπτώσεις στις ζωές των εμπλεκομένων. Οταν ξεκίνησε να υφίσταται ο όρος, δεν ήταν ένα λάβαρο επανάστασης. Πλέον έχει μετατραπεί σε όπλο».

Premium εκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»



ΠΗΓΗ