Σκληρό πόκερ με τις τιμές – Που θα «καθίσει η μπίλια»

Χρονιά μεγάλων διακυμάνσεων στις τιμές του «μαύρου χρυσού» προβλέπουν παράγοντες της αγοράς και οικονομολόγοι, οι οποίοι πάντως διατηρούν –προς το παρόν τουλάχιστον- την αισιοδοξία τους ότι στα τέλη του 2024 οι τιμές αυτές δεν θα είναι σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από το σημερινά.

Σε κάθε περίπτωση πάντως το πετρέλαιο έχει μπει για τα καλά και πάλι στο προσκήνιο, κυρίως λόγω των συνεχιζόμενων συγκρούσεων και επιθέσεων στη Μέση Ανατολή που απειλείται ανά πάσα στιγμή με πιο γενικευμένη ανάφλεξη.

Το σκληρό πόκερ των εμπλεκομένων μπορεί να γίνει πιο σύνθετο εάν προκύψουν νέες γεωπολιτικές ή άλλες οικονομικές εξελίξεις. Με δύο πολέμους να βρίσκονται σε εξέλιξη, στην Ουκρανία και στη Λωρίδα της Γάζας, η κατάσταση χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα ρευστή. Την ίδια ώρα, μεγαλώνουν οι ανησυχίες για την πορεία της οικονομικής ανάπτυξης και κατά συνέπεια της ζήτησης πετρελαίου.

Η αύξηση της παραγωγής από τις ΗΠΑ έχει συγκρατήσει μέχρι τώρα τις τιμές αλλά παραδέχονται ότι το κλειδί για τις εξελίξεις το κρατά η γεωπολιτική μαζί με τα μέλη του ΟΠΕΚ και σύμμαχους τους όπως η Ρωσία (ΟΠΕΚ+).

Προς το παρόν αναλυτές της Goldman Sachs και οικονομολόγοι που έλαβαν μέρος σε έρευνα του Reuters προβλέπουν ότι για το 2024 οι μέσες τιμές του πετρελαίου θα κυμανθούν στα επίπεδα των 81 και 82,5 δολαρίων αντίστοιχα. Η Goldman Sachs προσδιορίζει ως αναμενόμενο εύρος τιμών τα επίπεδα των 70 με 100 δολάρια το βαρέλι.

Η μέση της πρόβλεψη για 81 δολάρια είναι 12% χαμηλότερη από αυτή προηγούμενων μηνών στην οποία έκανε λόγο για μέση τιμή της τάξης των 92 δολαρίων το βαρέλι. Επιπλέον θεωρεί ότι –με βάση πάντα τις μέχρι τώρα προβλέψεις που μπορεί να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή από όλους τους αναλυτές- οι τιμές του Brent θα κυμαίνονται στα επίπεδα των 85 δολαρίων στις αρχές του επερχόμενου καλοκαιριού.

Οι εκτιμήσεις της Goldman Sachs

Το τμήμα διαχείρισης μεγάλης περιουσίας της Goldman Sachs -Asset & Wealth Management Investment Strategy Group (ISG) αναφέρει στην πιο πρόσφατη έκθεσή του για το μαύρο χρυσό ότι οι τιμές του Brent «είναι πιθανό να διαπραγματεύονται μεταξύ 70 και 100 δολαρίων για το μεγαλύτερο μέρος του 2024».

Η πρόβλεψη αυτή, όπως σημειώνεται, αντανακλά την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της ζήτησης πετρελαίου όπως προκύπτει από τις αυστηρότερες χρηματοοικονομικές συνθήκες και τις αυξημένες πιθανότητες ύφεσης στις ΗΠΑ. Το ISG αποδίδει 30% έως 40% πιθανότητα ύφεσης στις ΗΠΑ τους επόμενους 12 μήνες.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι διακυμάνσεις αναμένεται ότι θα είναι έντονες. «Ένα σταθερό εύρος τιμών δεν αποκλείει πιθανά απότομα ράλι και μειώσεις τιμών, ιδιαίτερα δεδομένων των τρεχουσών μακροοικονομικών αβεβαιοτήτων και των αυξημένων γεωπολιτικών κινδύνων», αναφέρει το διαχείρισης πλούτου της Goldman Sachs. Οι συνεχείς διαπραγματεύσεις μεταξύ των χωρών του ΟΠΕΚ+ σχετικά με τις ποσοστώσεις παραγωγής τους μέσα στο έτος που διανύουμε «καταδεικνύουν το δύσκολο έργο που αντιμετωπίζουν για την εξισορρόπηση της αγοράς και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πρόσθετη αστάθεια των τιμών», σημειώνεται από την επενδυτική τράπεζα.

Η έρευνα του Reuters

Οικονομολόγοι που έλαβαν μέρος σε έρευνα του Reuters αναφέρουν από την πλευρά τους πως οι τιμές του μαύρου χρυσού θα επηρεαστούν από τις προβλέψεις για ασθενή οικονομική ανάπτυξη μέσα στο νέο έτος, αφού κάτι τέτοιο θα περιορίσει τη ζήτηση. Σε κάθε περίπτωση όμως παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο νέες γεωπολιτικές εντάσεις να πυροδοτήσουν κλίμα ανησυχίας και να οδηγήσουν σε νέες αναταραχές τις αγορές. Προς το παρόν ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι συγκρούσεις του Ισραήλ με τη Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας δεν έχουν αλλάξει δραματικά τα δεδομένα, παρά το γεγονός ότι αφήνουν να πλανάται σημαντική ανησυχία για τις εξελίξεις.

Η μελέτη με τη συμμετοχή 34 οικονομολόγων του Reuters κάνει πλέον λόγο για μέση τιμή του Brent στα 82,56 δολάρια, από 84,43 δολάρια που ήταν η μέση πρόβλεψη του Νοεμβρίου. Τα μάτια παραμένουν στραμμένα στον ΟΠΕΚ+ τα μέλη του οποίου, όπως αναφέρεται, το Δεκέμβριο συμφώνησαν για τις αρχές του 2024 σε εθελοντικές περικοπές της ημερήσιας παραγωγής συνολικού ύψους περίπου 2,2 εκατομμυρίων βαρελιών. Ο ΟΠΕΚ+ μειώνει την ημερήσια παραγωγή του κατά περίπου 6 εκατ. βαρέλια.

Πηγή: ΟΤ



ΠΗΓΗ