Στην πέμπτη χειρότερη θέση η Ελλάδα από πλευράς επιτοκιακού περιθωρίου

«Ανέβασαν» το επιτοκιακό τους περιθώριο οι ελληνικές συστημικές τράπεζες  κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, φέρνοντας τη χώρα μας στην 5η χειρότερη θέση. Ουσιαστικά, το παραπάνω δείχνει ότι επιβαρύνονται οι δανειολήπτες, ενώ οι καταθέτες μένουν χωρίς κίνητρο.

Παρά την πίεση που έχουν δεχθεί οι εγχώριες τράπεζες προκειμένου να κλείσουν την ψαλίδα μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων τα στοιχεία που δημοσιοποίησε  η ΕΚΤ πιστοποιούν ότι η κατάσταση ολοένα και χειροτερεύει.

Ειδικότερα, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2023 το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο των Ελληνικών τραπεζών διευρύνθηκε στο 3,20% από 3,13% που ήταν στο δεύτερο τρίμηνο.

Η εξέλιξη διατηρεί τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα σε μία από τις υψηλότερες θέσεις μεταξύ των υπολοίπων της Ευρωζώνης. Ενδεικτικά με υψηλότερο επιτοκιακό περιθώριο από εκείνο των ελληνικών τραπεζών λειτουργούν οι τράπεζες της Βαλτικής (Εσθονία 3,77%, Λιθουανία 3,55%, Λετονία 3,90%) . Αντιθέτως, το επιτοκιακό περιθώριο (πάντα για το τρίτο τρίμηνο του 2023) κυμαίνονταν στο 2,10% στην Ιταλία, στο 3,16% στην Πορτογαλία, στο 1,13% στη Γερμανία και στο 0,89% στη Γαλλία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, το καθαρό περιθώριο επιτοκίου, δηλαδή τα καθαρά έσοδα από τόκους προς το ενεργητικό (earning assets), διαμορφώθηκε στο 3,2% για τις ελληνικές τράπεζες έναντι 1,56% στην Ευρωζώνη, κάτι που εξηγείται από τη μεγαλύτερη ψαλίδα επιτοκίων δανείων και καταθέσεων τους.

Ίδια κεφάλαια

Το υψηλό περιθώριο επιτοκίου εξασφάλισε στις ελληνικές τράπεζες και υψηλή απόδοση ιδίων κεφαλαίων, η οποία ανήλθε στο 12,89% έναντι 10,01% στην Ευρωζώνη, όπου αυξήθηκε σημαντικά από το 7,55% στο γ’ τρίμηνο του 2022 κυρίως λόγω της αύξησης 24% στο καθαρό περιθώριο κέρδους, κάτι το οποίο δείχνει τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησαν. Παράλληλα, οι πολίτες «ζορίζονται» προκειμένου να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν νέα υψηλά επιτόκια.

Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών (CET1) διαμορφώθηκε στο 14,27%, λίγο χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που ήταν 15,61%. Τον χαμηλότερο δείκτη κεφαλαίων είχε η Ισπανία (12,63%) και τον υψηλότερο η Εσθονία (23,01%).

Δάνεια σε κίνδυνο

Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανερχόταν σε 8,27 δις. ευρώ ή στο 5,16% των συνολικών δανείων των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων (δεν υπολογίζονται οι καταθέσεις τους στην κεντρική τράπεζα).

Για πρώτη φορά η ΕΚΤ παρουσίασε αναλυτικά στοιχεία για τα δάνεια των τραπεζών με σημαντικά αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο (τα λεγόμενα δάνεια του σταδίου 2, πριν γίνουν δηλαδή κόκκινα). Σύμφωνα με αυτά, τα δάνεια στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο ανέρχονταν συνολικά σε 16,33 δις. ευρώ για τις ελληνικές τράπεζες ή στο 10,25% των συνολικών δανείων τους έναντι 9,29% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό για την Ευρωζώνη.

Το πρόβλημα αφορά κυρίως στα στεγαστικά καθώς κινδυνεύουν να κοκκινίσουν δάνεια ύψους 7,6 δις. ευρώ ή σχεδόν το ένα στα τέσσερα (24,13%), ενώ ο αντίστοιχος κίνδυνος στην Ευρωζώνη είναι πολύ μικρότερος καθώς αφορά μόνο 7,44% των συνολικών στεγαστικών δανείων.

Τα καταναλωτικά δάνεια στο στάδιο 2 αφορούν σε ένα συνολικό ποσό 1,26 δις. ευρώ ή στο 12,9%, ποσοστό που είναι και αυτό υψηλότερο από το αντίστοιχο της Ευρωζώνης (9,63%) αλλά όχι στον βαθμό που συμβαίνει με τα στεγαστικά δάνεια.



ΠΗΓΗ