Για δεύτερη μόλις φορά, ένας Αμερικανός κρίθηκε ένοχος από την αμερικανική δικαιοσύνη για τη διάπραξη βασανιστηρίων – βιαιότητες που διαπράχθηκαν εκτός των ΗΠΑ, ανακοίνωσε σήμερα το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης.

Μετά από δίκη σε ομοσπονδιακό δικαστήριο, ο Ρος Ρότζιο, 54 ετών, κρίθηκε ένοχος την περασμένη Παρασκευή για τη διάπραξη βασανιστηρίων σε έναν Εσθονό πρώην εργαζόμενο το 2015 στο Ιρακινό Κουρδιστάν.

Ο Αμερικανός βρίσκεται αντιμέτωπος με την ισόβια κάθειρξη και η ποινή του θα καθοριστεί στις 23 Αυγούστου, ανέφερε σε ανακοίνωσή του το υπουργείο.

Σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή, ο Ρότζιο εργαζόταν το 2015 σε ένα σχέδιο κατασκευής εργοστασίου όπλων στο Ιρακινό Κουρδιστάν, ενώ ο ίδιος συμμετείχε παράλληλα σε παράνομες εξαγωγές όπλων.

Ένας εργαζόμενος του μελλοντικού εργοστασίου αυτού απείλησε να τον καταγγείλει για τις παράνομες διακινήσεις όπλων και τότε ο Αμερικανός οργάνωσε την απαγωγή του από Κούρδους στρατιώτες.

Σύμφωνα πάντα με τις εισαγγελικές αρχές, το θύμα του κρατήθηκε στη συνέχεια για 39 ημέρες σε ένα κουρδικό στρατόπεδο.

Ο Ρος Ρότζιο «τον στραγγάλιζε με μια ζώνη, τον απείλησε ότι θα του κόψει ένα δάχτυλο και διέταξε Κούρδους στρατιώτες να τον ξυλοκοπήσουν, να του κάνουν ηλεκτροσόκ, να τον πνίξουν και να τον κακοποιήσουν σωματικά και ψυχικά», υπογραμμίζει το υπουργείο.

«Ο Ρότζιο βασάνισε με ωμότητα έναν άλλο άνθρωπο για να τον εμποδίσει να παρεμβαίνει στις παράνομες δραστηριότητές του», τόνισε ο Κένεθ Πολάιτ, υπεύθυνος για ποινικές υποθέσεις στο υπουργείο Δικαιοσύνης.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση του αμερικανικού υπουργείου, ο Ρος Ρότζιο είναι ο δεύτερος Αμερικανός που καταδικάζεται μετά την έναρξη ισχύος το 1994 ενός ομοσπονδιακού νόμου που τιμωρεί πράξεις βασανιστηρίων που διαπράττονται εκτός των ΗΠΑ.

Το 2009, ομοσπονδιακό δικαστήριο καταδίκασε σε 97 χρόνια κάθειρξη τον γιο του πρώην δικτάτορα της Λιβερίας Τσαρλς Τέιλορ βάσει αυτού του νόμου.

Ο «Τσάκι» Τέιλορ, ο οποίος γεννήθηκε στις ΗΠΑ και έχει αμερικανική υπηκοότητα, είχε κριθεί ένοχος για βασανιστήρια που διέπραξε στο χρονικό διάστημα μεταξύ Απριλίου 1999 και Ιουλίου 2003 σε αυτή τη χώρα της Δυτικής Αφρικής.

ΠΗΓΗ