«Mε είχαν καταδικάσει πριν γίνω ύποπτη», «Είχε αρχίσει ένας μύθος γύρω από το δικό μου όνομα. Δεν κατάλαβα πως άρχισε…». Μέσα σε αυτές τις δύο προτάσεις η Ρούλα Πισπιρίγκου, η οποία ήταν και σήμερα «ποταμός» στην απολογία της, εξακολούθησε να «χτίζει» το υπερασπιστικό της οικοδόμημα.

Αφού τις προηγούμενες ημέρες αρνήθηκε κατηγορηματικά σε όλους τους τόνους ότι εκείνη έχει την παραμικρή ευθύνη για το θάνατο της πρωτότοκης κόρης της, σήμερα – τέταρτη μέρα της απολογίας της – είχε φτάσει η ώρα να μιλήσει για όσα ακολούθησαν, δείχνοντας μάλιστα στους δικαστές τα τατουάζ που έχει με τα ονόματα των παιδιών της που έχουν φύγει πια από τη ζωή.

Και σε αυτό το σημείο ισχυρίστηκε ότι, τις ημέρες μετά τη σύλληψή της, δέχθηκε σωματική και ψυχολογική βία, με στόχο να ομολογήσει ένα έγκλημα, που μέχρι σήμερα αρνείται ότι έχει διαπράξει, ενώ αναφέρθηκε και στις δύσκολες στιγμές που πέρασε η οικογένειά της από την οργή του κόσμου, όταν εκείνη συνελήφθη από τις αρχές για την υπόθεση της ανθρωποκτονίας της Τζωρτζίνας.

«Πρέπει να είσαι ψυχασθενής για να βάλεις ένα τέτοιο κίνητρο»

«Με είχαν καταδικάσει πριν γίνω ύποπτη…» δήλωσε η Ρούλα Πισπιρίγκου, επιχειρώντας να βγάλει από το κάδρο της ιστορίας το υποτιθέμενο γι’ αυτήν κίνητρο της εγκληματικής της πράξης, που συνδέεται με τα προβλήματα που είχε με τον εν διαστάσει σύζυγό της Μάνο Δασκαλάκη, ο οποίος και σήμερα ήταν παρών στο δικαστήριο και παρακολούθησε από κοντά την απολογία της κατηγορούμενης.

«Είναι ανόητο, χαζό, πρέπει να είσαι ψυχασθενής για να βάλεις ένα τέτοιο κίνητρο χωρίς αποδείξεις», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Είπε ότι την πίεσαν να ενοχοποιήσει τον Μάνο Δασκαλάκη λέγοντας πως εκείνος της έδωσε την κεταμίνη και εκείνη από οίκτο την χορήγησε στο παιδί, προκειμένου να πέσει στα «μαλακά»

Και δίνοντας τη δική της εκδοχή για όσα έγιναν, συνέχισε λέγοντας: «Αυτό που συνέβη με την Τζωρτζίνα και την κεταμίνη θεωρώ ότι παρέσυρε και τη δίωξη για τα άλλα δύο παιδιά… Δεν υπήρχε καμία υποψία ούτε για εμένα ούτε για κάποιον άλλον. Ήταν στο αρχείο και τοξικολογικά και δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνονται Πυθίες όλοι και να γίνεται δίωξη σε βάρος μου. Πράγματα που δεν συνάδουν με τη λογική. Δεν γνωρίζω τι σκοπούς εξυπηρετούσε όλο αυτό. Όλη η κοινή γνώμη, από τα δημοσιεύματα παρασύρθηκε και έχει αυτό το μένος εναντίον μου χωρίς να μας γνωρίζουν… Κανείς άλλος εκτός από τους κοντινούς μας ανθρώπους δεν γνώριζε τι κάνουμε εμείς στο σπίτι μας. Δεν ήμασταν διάσημοι , δημόσια πρόσωπα… Απλά ακούστηκε μια ιστορία. ‘Πώς γίνεται τρία παιδιά σε τρία χρόνια;’, έλεγαν ο ένας μετά τον άλλον και ξαφνικά έγινε όλο αυτό. Άρχισε όλη αυτή η δημοσιότητα….».

Επίθεση στους δημοσιογράφους

Στη συνέχεια, η Ρούλα Πισπιρίγκου κάνοντας τον «απολογισμό της παραδέχθηκε πως η συνέντευξη που έδωσε με τον σύζυγό της, πριν ακόμα η υπόθεση πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης, πυροδότησε ένα ντόμινο εξελίξεων, καθώς δεχόταν καθημερινά εκατοντάδες μηνύματα από δημοσιογράφους, αλλά και άλλα που «απειλούσαν την ίδια μου τη ζωή».

Και μέσα στα επόμενα λεπτά έστρεψε τα πυρά της και προς την πλευρά των δημοσιογράφων, υποστηρίζοντας πως λέγονταν ανακρίβειες και πως τις περισσότερες φορές δημοσιοποίησαν τις απαντήσεις της χωρίς τη συναίνεσή της.

«Οι δημοσιογράφοι πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους, όμως υπάρχουν κάποια όρια όταν, μάλιστα, πρόκειται για παιδιά. Προσπαθήσαμε να βάλουμε κάποια όρια, αλλά κάπου το χάσαμε, δεν το προλαβαίναμε. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουνε γιατί γύρισε όλο αυτό το κλίμα της συμπόνιας και της τραγωδίας στο ότι η μάνα σκοτώνει το παιδί της για τον πατέρα. Ποτέ δεν το κατάλαβα, το είδα στην κατηγορία μου. Είναι ανόητο, χαζό, πρέπει να είσαι ψυχασθενής για να βάλεις ένα τέτοιο κίνητρο χωρίς αποδείξεις. Έχω αγανακτήσει. Έγινε γιατί ήμουν μόνη με το παιδί μου; Όλες οι μανάδες έτσι είναι. Ήταν ό,τι μου είχε απομένει», είπε φορτισμένη.

«Με χτύπησαν για να ομολογήσω»

Το επόμενο κεφάλαιο της απολογίας της αφορούσε στις ώρες από την προσαγωγή της και μετά, ισχυριζόμενη ότι την πίεσαν να ενοχοποιήσει τον Μάνο Δασκαλάκη λέγοντας πως εκείνος της έδωσε την κεταμίνη και εκείνη από οίκτο την χορήγησε στο παιδί, προκειμένου να πέσει στα «μαλακά».

Η κατηγορούμενη είπε πως την πίεσαν ψυχολογικά, λέγοντας πως όλοι οι δικοί της πίστευαν πως είναι ένοχη. «Δεν θέλει να σε ξαναδεί κανείς, το πιστεύουν όλοι, μου έλεγαν», περιέγραψε, ενώ κατήγγειλε ότι κατά τη διάρκεια της ανάκρισης την χτύπησαν για να ομολογήσει.

«Δεν έχω κάνει τίποτα τους έλεγα… Δεν ξέρω τι είναι η κεταμίνη δεν μπορώ να πω για κάποιο άνθρωπο…», είπε με λυγμούς, ενώ περιέγραψε πως της ζήτησαν να «πέσει στα τέσσερα» για να φάει μια τυρόπιτα που έριξαν στο πάτωμα.

«Με είχαν συλλάβει και δεν το είχα καταλάβει…» είπε κλαίγοντας, ενώ ανέσυρε από τη μνήμη της πως, έξω από το σπίτι της οικογένειας, ήταν περισσότερα από 1.500 άτομα και ήθελαν να λιντσάρουν τους γονείς τους που ήταν μέσα. Μάλιστα, υποστήριξε πως οι αστυνομικοί τής έδειχναν τις εικόνες για να την πιέσουν.

«Άνδρα είχα και δεν είχα μέσα στο σπίτι… Δεν μπορούσα να νταντεύω όλη την ώρα το Μάνο, πόσα να διαχειριστώ;»

«Ήμουν χαμένη σε άλλο κόσμο…», είπε περιγράφοντας την ντροπή που ένιωσε, την ώρα που με ισχυρή αστυνομική δύναμη και πλήθος κόσμου να την αποδοκιμάζει και να της φωνάζει «φόνισσα», έγινε η πρώτη της προσαγωγή στα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων.

Σε ό,τι αφορά τους μήνες μέσα στη φυλακή, η κατηγορούμενη είπε: «Εδώ και 22 μήνες είμαι μόνη και δεν έχω καμία σχέση με κανέναν. Σε διπλανό κελί είναι μια άλλη μητέρα από τον Κολωνό. Μου έχουν βάλει ένα τηλέφωνο. Δεν έχω βγει ποτέ έξω, δεν έχω μιλήσει με καμία. Τον πρώτο καιρό δεν έτρωγα καθόλου. Είχα λεκτικές επιθέσεις από το παράθυρο… Για καλή μου τύχη, η διευθύντρια τα αντιμετώπισε… Για αρκετό καιρό, όταν περνούσα, οι πόρτες βαράγανε τόσο δυνατά για να τις γκρεμίσουν».

«Δεν ήταν αντάξιος των προσδοκιών μου ο Μάνος»

Μετά το τέλος της απολογίας τής Ρούλας Πισπιρίγκου, η πρόεδρος του δικαστηρίου ξεκίνησε να διατυπώνει τις δικές της ερωτήσεις προς την κατηγορούμενη, η οποία μίλησε για τη γνωριμία της με τον εν διαστάσει σύζυγό της .

«Δεν έχω μιλήσει για αυτό μέχρι τώρα, γιατί μιλάμε για τον ουρανοξύστη στον τελευταίο όροφο βρίσκεται το παιδί, μου και θα βρεθούμε στο τρίτο υπόγειο», είπε σημειώνοντας πως η σχέση τους δεν ήταν όπως στις διαφημίσεις, χαρακτηρίζοντας εκ των υστέρων τη δική της επιλογή λανθασμένη. Το μόνο που αναγνώρισε στον πατέρα των παιδιών της είναι ότι «δούλευε διαρκώς, οπουδήποτε του έλεγαν πήγαινε »

«Ήταν κοινή απόφασή μας να κάνουνε οικογένεια. Το ήθελα παρά πολύ. Ήταν πολύ νωρίς, όμως ήμουν πολύ ερωτευμένη. Ήταν πολύ καλός, μου έβγαλε το αίσθημα πως μπορείς να έχεις έναν σταθερό άνθρωπο δίπλα σου. Έτσι ήρθε η εγκυμοσύνη της Τζωρτζίνας», ανέφερε και εντόπισε τα πρώτα προβλήματα στο γάμο τους το 2018, όταν ανακάλυψε ότι είχε εξωσυζυγική σχέση.

Σκιαγραφώντας το προφίλ τού Μάνου Δασκαλάκη από το εδώλιο, είπε για εκείνον: «Ήταν τερματοφύλακας και νόμιζε ότι είναι ο Μπουφόν. Του πήραμε ειδικά γάντια. Ήθελε iPhone, μηχανάκι, έβρισκα τρόπο να τα πάρει για να μη μας πρήζει. Μετά άρχισε το τραγούδι. Αρχίσαμε μικρόφωνα, ακουστικά, κιθάρες, κονσόλες. Έγινε ο Πάριος ξαφνικά!».

Η Ρούλα Πισπιρίγκου μίλησε για τα «ξεσπάσματα» του Μάνου Δασκαλάκη, ο οποίος ζητούσε να χωρίσουν και μετά το μετάνιωνε. «Άνδρα είχα και δεν είχα μέσα στο σπίτι… Δεν μπορούσα να νταντεύω όλη την ώρα το Μάνο, πόσα να διαχειριστώ;», είπε και αναφέρθηκε στον Νοέμβριο του 2019 που, ενώ ήταν χωρισμένοι, έμεινε έγκυος στην Ίριδα και υπήρξε επανασύνδεση.

Τα προβλήματα, όπως περιέγραψε η κατηγορούμενη, δεν σταμάτησαν. «Θα μου πείτε γιατί προχώρησα με το δεύτερο παιδί;», είπε απευθυνόμενη στην έδρα και συμπλήρωσε: «πάνω απ’ όλα ήταν τα παιδιά μου, αφού το ήθελε η Τζωρτζίνα το ήθελα και εγώ, δεν με ένοιαζε…».

«Δεν ήταν αντάξιος των προσδοκιών μου. Προσπαθούσα να το κρύψω κάτω από το χαλάκι…», τόνισε η κατηγορούμενη παραδεχόμενη και τη δική της εξωσυζυγική σχέση.

Σύμφωνα με την Ρούλα Πισπιρίγκου, ο Μάνος Δασκαλάκης επέστρεψε στο σπίτι τους μετά την πρώτη ανακοπή της Τζωρτζίνας, ενώ πρόσθεσε πως εκείνη ήταν που του πρότεινε να χωρίσουν και ο ίδιος συμφώνησε.

Η κατηγορούμενη μετέφερε στο δικαστήριο τους προβληματισμούς που είχε σε σχέση με το χωρισμό τους και την υπαναχώρησή της, που πάντα είχε ως κύριο γνώμονα την Τζωρτζίνα.

Πώς βίωσε το πένθος

Πρόεδρος: Πως βιώσατε τις απώλειες των παιδιών; Πώς πενθήσατε ως μαμά;

Κατηγορούμενη: Είναι εύκολο να κρίνεις κάποιον, αλλά αν δεν φορέσεις τα παπούτσια του δεν μπορείς να μιλήσεις. Η αρρώστια της Μαλένας ήταν ξαφνική… Στην καθημερινότητα ήμουν ζωντανή – νεκρή, αλλά πίσω μου είχα ένα παιδί που είχε ανάγκες. Έπρεπε να βρω δύναμη, δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω. Ήταν αδιανόητο, πολύ σύντομο… Τα μαύρα τα έβγαλα αργότερα, εγώ λευκά και ροζ ήθελα να φοράω, τα αγαπημένα χρώματα των παιδιών μου, τα μαύρα τα θεωρώ υποκρισία.

»Στην Ίριδα είχα θυμώσει… Γιατί σε εμάς έλεγα. Και στις δύο απώλειες υπήρχε η Τζωρτζίνα πίσω, το κίνητρο για να σηκωθείς να προχωρήσεις. Δεν πρόλαβα να πάω στον ψυχολόγο για το θάνατο της Ίριδας, ήταν σύντομο το χρονικό διάστημα. Είχα πιεστεί παρά πολύ, ήθελα να εξαφανιστώ απ’ όλους. Είχα πνιγεί… Είχα πάνω από το κεφάλι μου τη μουρμούρα του Μάνου, την απώλεια της Ίριδας και μια οικογένειας που έβλεπα πως χάνω».

Πρόεδρος: Πώς βιώσατε το πένθος μετά το θάνατο της Τζωρτζίνας;

Κατηγορούμενη: Μέχρι τώρα το βιώνω. Χάλια ψυχολογικά. Μου έκανε καλό η δημοσιότητα, απασχολούσε το μυαλό μου. Πήγα σε ψυχίατρο, πήρα χάπια, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ερχόμουν σε ερωτική επαφή με το Μάνο για να κουραστώ σωματικά και να κοιμηθώ.

Η Ρούλα Πισπιρίγκου μίλησε και για τις χαρτορίχτρες που είχε απευθυνθεί, αναφέροντας: «Μου πιπίλιζαν το μυαλό ακόμη και ότι έχουν κάνει μάγια στο σπίτι μου.Έψαχνα από κάπου να πιαστώ. Εκείνη την περίοδο, όπου και να μου λέγανε να πάω, θα πήγαινα. Από τον κορυφαίο επιστήμονα μέχρι τη χαρτορίχτρα».

Η απολογία της Ρούλας Πισπιρίγκου θα συνεχιστεί αύριο, Πέμπτη.



ΠΗΓΗ