«Η ημέρα της Λαμπρής» προέρχεται από το συνθετικό του Διονυσίου Σολωμού «Ο Λάμπρος». Το ποίημα αυτό, όπως όλα τα μεγάλα του έργα («Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», «Κρητικός», «Πόρφυρας»), έμεινε ατελείωτο. Η αποσπασματικότητα αποτελεί συστατικό του ποιητικού έργου του Σολωμού και είναι επίσης χαρακτηριστικό στοιχείο των ρομαντικών. «Ο Λάμπρος» είναι ένα ερωτικό δράμα το οποίο ξεκίνησε στη Ζάκυνθο το 1826 και συνεχίστηκε αργότερα στην Κέρκυρα. «Η ημέρα της Λαμπρής» είναι γραμμένη, βεβαίως, στη δημοτική, απηχώντας τόσο τον λυρισμό και τον ρομαντισμό του Σολωμού όσο και τις ιδέες του για τη γλώσσα, που μόνο αυτονόητες δεν είναι για την εποχή του. Ο ποιητής παροτρύνει τους πιστούς να αγκαλιαστούν και να ανταλλάξουν φιλιά αγάπης εν όψει της Ανάστασης. Και, φυσικά, τους καλεί να πουν το «Χριστός ανέστη» όχι μόνο στους φίλους, αλλά και στους εχθρούς. Η μέρα της Ανάστασης είναι ημέρα ειρήνης, συμφιλίωσης και αγάπης. Ακόμα και οι τάφοι συμμετέχουν στη χαρά της Αναστάσεως και είναι στολισμένοι με δάφνες – και οι δάφνες συμβολίζουν τη νίκη και τον θρίαμβο της ζωής ενάντια στον θάνατο.

Διονύσιος Σολωμός

   Η ημέρα της Λαμπρής

   Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε

   Της αυγής το δροσάτο ύστατο αστέρι

   Σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε

   Τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη∙

   Και από κει κινημένο αργοφυσούσε

   Τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι

   Που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα

   Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

   Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες

   Όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστήτε∙

   Μέσα στες εκκλησιές τες δαφνοφόρες

   Με το φως της χαράς συμμαζοχτήτε∙

   Ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες

   Ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε∙

   Φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη,

   Πέστε Χ ρ ι σ τ ό ς Α ν έ σ τ η εχθροί και φίλοι.

   Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,

   Και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες∙

   Γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφισμένες

   εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες∙

   Λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι

   Από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες∙

   Κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι

   Όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

   «Άπαντα τα Ευρισκόμενα», 1859

ΠΗΓΗ