Με την τρίτη διαδοχική αλλαγή ηγεσίας στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη από τις εκλογές του Ιουνίου, η έξαρση της εγκληματικότητας έχει αναδειχθεί στο υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της κυβέρνησης. Η επιστροφή του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη στη «φυσική» του θέση, άλλωστε, διαβάζεται ως μια προσπάθεια να μπει το χάος που προέκυψε το τελευταίο εξάμηνο σε τάξη.

Στο διάστημα αυτό μια σειρά από συμβάντα συνδημιούργησαν την εικόνα αποδιοργάνωσης της Ελληνικής Αστυνομίας. Εξαρση της νεανικής εγκληματικότητας, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών μεταξύ συμμοριών του οργανωμένου εγκλήματος, οι δύο περιπτώσεις ακραίας οπαδικής βίας (η δολοφονία του Μιχάλη Κατσουρή και ο θανάσιμος τραυματισμός του αστυνομικού Γιώργου Λυγγερίδη), η τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού στην έδρα των ΜΑΤ, η ένοπλη επίθεση στο Γκάζι και η δολοφονία του αστυνομικού στη Θεσσαλονίκη αποτέλεσαν τα κυριότερα μελανά σημεία αυτών των έξι μηνών.

Συγκοινωνούντα δοχεία

Κι αν οι περιπτώσεις αυτές φαντάζουν εκ πρώτης όψεως μάλλον άσχετες μεταξύ τους, έχουν κοινούς παρονομαστές. Η Μαίρη Μπόση, καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, εξηγεί στα «ΝΕΑ»: «Πρέπει να μας προβληματίζει αυτή η ραγδαία αύξηση της βίας από όλες τις πλευρές. Το κράτος οφείλει να αντιμετωπίσει κυρίως τις αιτίες που την προκαλούν. Η βία, οποιασδήποτε μορφής και φύσης, δεν είναι τυχαία: έχει αιτίες, αφορμές, στόχους και αποτελέσματα».

«Υπάρχει διασύνδεση σε διάφορες μορφές εγκληματικότητας, πρόκειται για ένα κατεξοχήν χαρακτηριστικό του οργανωμένου εγκλήματος», σημειώνει από την πλευρά της η Ειρήνη Σταμούλη, δικηγόρος και διδάσκουσα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Πράγματι, συμπληρώνει, «παρατηρείται μια συλλειτουργία των φορέων του εγκλήματος, η οποία βασίζεται στη συνύπαρξη και στην αλληλοβοήθεια, ακόμα και εντός των φυλακών. Η βοήθεια αυτή συνεπάγεται και την παροχή όπλων, τεχνογνωσίας και απόψεων».

«Μέσω του σκοτεινού Διαδικτύου διευκολύνεται η επικοινωνία των εγκληματιών, ακόμα και μεταξύ ατόμων διαφορετικών χώρων και σε διαφορετικές κλίμακες – από μικροεγκληματίες ως και διακινητές. Εχει παρατηρηθεί ότι συχνά πρόκειται για τα ίδια άτομα που δραστηριοποιούνται, για παράδειγμα, στην οπαδική βία και στο οργανωμένο έγκλημα», συνεχίζει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πειραιώς.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Οργανωμένου Εγκλήματος (Global Organized Crime Index) του 2023, η Ελλάδα εμφανίζει υψηλότερη βαθμολογία από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (13η στις 44) και την τέταρτη υψηλότερη στα Βαλκάνια.

Υψηλότερο δείκτη εγκληματικότητας στη χερσόνησο εμφανίζουν μόνο το Μαυροβούνιο, η Βοσνία και Ερζεγοβίνη και η Βουλγαρία. Η τάση στην Ελλάδα δείχνει μια σημαντική αύξηση του οργανωμένου εγκλήματος από την προηγούμενη μέτρηση (2021), αλλά και μια μικρή πτώση στην ανθεκτικότητα της κοινωνίας μας απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα.

Εύκολη και φθηνή υπόθεση

Ενας σημαντικός παράγοντας που συντείνει στην αύξηση του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα είναι, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η ευκολία πρόσβασης σε παράνομα όπλα, τα οποία υπολογίζονται σε εκατοντάδες χιλιάδες και προέρχονται κυρίως από τις προ 20ετίας κλοπές σε στρατιωτικές αποθήκες της Αλβανίας. Η χώρα μας, παράλληλα, είναι κυρίως προορισμός αλλά και σημείο διέλευσης οπλισμού που προέρχεται από τα Βαλκάνια και κατευθύνεται προς Τουρκία, Συρία, Ιράκ, Λιβύη αλλά και χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, επισημαίνει η έρευνα, και υπογραμμίζει πως η αγορά όπλων είναι μία εύκολη και φθηνή υπόθεση, ειδικά στα στενά πέριξ της Ομόνοιας.

Σύμφωνα με την έκθεση «Small Arms Survey» του Ινστιτούτου Διεθνών και Αναπτυξιακών Μελετών με έδρα τη Γενεύη, την τελευταία πενταετία υπολογίζεται πως στην Ελλάδα βρίσκονται 1.920.000 όπλα. Καθώς, όμως, περίπου τα μισά εξ αυτών (1.010.000) είναι καταγεγραμμένα από την ΕΛ.ΑΣ. (η πλειοψηφία αφορά κυνηγετικά), υπολογίζεται πως υπάρχουν περισσότερα από 900.000 παράνομα όπλα στη χώρα.

«Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί αύξηση της κυκλοφορίας όπλων και εκρηκτικών υλών, που έχει οδηγήσει σε αύξηση των επεισοδίων, σχεδόν σε καθημερινή βάση πλέον», τονίζει η Μαίρη Μπόση και περιγράφει: «Υπάρχουν συμβατικά όπλα που είναι πλέον προσβάσιμα μέσω παρόχων της «αγοράς» του εγκλήματος, μέσω του σκοτεινού Διαδικτύου (dark Web) και μέσω ατόμων που είναι παλαιότερα στη βία και στο έγκλημα».

«Αρχικά, μεγάλη ποσότητα όπλων και εκρηκτικών πέρασε στην Ελλάδα μετά το τέλος του διπολικού συστήματος τη δεκαετία του 1990. Εκτοτε, έχουμε «εισαγωγές» από θαλάσσια και χερσαία σύνορα». Υπάρχουν, όμως, και πολλά όπλα που μετακινούνται στην ευρύτερη περιοχή. Αυτό, κατά την καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας, είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ ελληνικών και βαλκανικών εγκληματικών ομάδων.

Τα γιουγκοσλαβικά Καλάσνικοφ

Σε ό,τι αφορά τα όπλα που κυκλοφορούν στους ελληνικούς δρόμους, κυριαρχούν αυτά που έχουν κατασκευαστεί προηγούμενες δεκαετίες σε Βαλκάνια και Ανατολική Ευρώπη. Συγκεκριμένα, ιδιαίτερα συχνή είναι η χρήση της γιουγκοσλαβικής παραλλαγής του Καλάσνικοφ ΑΚ-47, του Ζαστάβα Μ70, αλλά και των αλβανικών αυτόματων ASH-78. Οι Αρχές έχουν επίσης εντοπίσει αρκετά πολωνικά πιστόλια τύπου ΤΤ-33, αλλά και τουρκικά ημιαυτόματα AR-12.

Η έξαρση της ένοπλης βίας τον τελευταίο καιρό, δεδομένης και της σχέσης συγκοινωνούντων δοχείων μεταξύ των διαφόρων μορφών του εγκλήματος, οφείλει να επαγρυπνήσει την πολιτεία ενόψει ενδεχόμενης κλιμάκωσης του φαινομένου αλλά και της ανάπτυξης της τρομοκρατίας. Κι αν στην Ελλάδα έχουμε αποφύγει τα κρούσματα ισλαμιστικής τρομοκρατίας, αυτό δεν σημαίνει πως η τρομοκρατία δεν υπάρχει στη χώρα μας. Η Μαίρη Μπόση προειδοποιεί: «Στην Ελλάδα τελευταία έχουμε δει μόνο οργανώσεις της μιας δράσης, όπως αυτή που τοποθέτησε τον εκρηκτικό μηχανισμό στα ΜΑΤ (Ενοπλη Προλεταριακή Δικαιοσύνη). Αυτό δείχνει πως ο χώρος βρίσκεται υπό διαμόρφωση, αλλά και ότι υπάρχει το ανθρώπινο υλικό για τη δημιουργία τέτοιων οργανώσεων. Πρόκειται για νέα πρόσωπα, με νέες τάσεις και νέες ιδεολογίες».

Premium έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»



ΠΗΓΗ