Σε ένα από τα πεζά του (δημοσιευμένα στην εφημερίδα «Εστία», στις αρχές του 20ού αι.) υπό τον τίτλο «Δεν ενοικιάζεται», ο Γεώργιος Δροσίνης με τη συγγραφική του μαστοριά διηγείται έναν υποφώσκοντα έρωτα, που αναθερμαίνεται. Ο νεαρός πρωταγωνιστής έπειτα από χρόνια απουσίας από την Αθήνα, επιστρέφει, αναζητεί δωμάτιο προς ενοικίαση και πίσω από το ενοικιαστήριο, που φαντάζει ως «μέγα έμπλαστρο», κολλημένο σε κάποια αυλόπορτα της οδού Ακαδημίας, ανακαλύπτει με έκπληξη ότι δεν βρίσκεται μία οποιαδήποτε σπιτονοικοκυρά, αλλά η παλιά αλησμόνητη αγάπη του.

«… Επί της εξωθύρας ελεύκαζε κολλημένον ως έμπλαστρον μέγα έντυπον ενοικιαστήριον…».

 Είναι και ο Δροσίνης εκπρόσωπος μίας ευλογημένης γενιάς λογοτεχνών, που έρχεται από τη δύση του προηγούμενου αιώνα και τις πρώτες ακτίνες του 20ού, κομίζοντας πολύτιμες πληροφορίες για τα ήθη, τις συνήθειες, τις κοινωνικές σχέσεις, την καθημερινότητα εποχών, που θα φύγουν. Με το έργο τους, Θεοτοκάς, Μυριβήλης, Καστανάκης, Πολίτης, Καραγάτσης, Τερζάκης και τόσοι άλλοι, ειδικά αυτής της γενιάς, θα βιώσουν την μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας, που θα συντελεστεί στη μετάβασή της από τον αιώνα της υποδούλωσης στον επόμενο, της ανεξαρτησίας. Θα τοποθετήσουν τους ήρωές τους σε φυσικούς χώρους, θα τους «φωτογραφήσουν», θα γίνουν οι χρονικογράφοι της εποχής τους και με τη σπουδαία πένα τους θα φτιάξουν μία βάση πληροφοριών, παρακαταθήκη για το μέλλον. Πολλοί από αυτούς θα έρθουν από τον τόπο τους στην Αθήνα, θα σπουδάσουν, θα μείνουν σε νοικιασμένα δωμάτια της συμφοράς και μέσα σ΄ αυτά θα δημιουργήσουν πολιτισμό.

Στη δεκαετία του 1940 η Ελλάδα βιώνει συγκυρία κατά την οποία δεν προλαβαίνει να γιατρέψει τις πληγές που έχουν ανοίξει ο εκτοπισμός των πληθυσμών της από τη Μικρασία, οι συχνές εναλλαγές κυβερνήσεων, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, η πολιτική αστάθεια, μία δικτατορία… Η Αθήνα είναι πρωτεύουσα στις συμπληγάδες ενός αυξανόμενου πληθυσμιακού ρυθμού και ενός περιορισμένου αριθμού καταλυμάτων που αδυνατούν να τον εξυπηρετήσουν.

Το 1928, ο πληθυσμός της χώρας αριθμούσε 6.204.684 ανθρώπους εκ των οποίων 392.781 ζούσαν στην πρωτεύουσα. Μέσα σε οκτώ χρόνια, οι κάτοικοι της πόλης είχαν αυξηθεί κατά 100.000 και πλέον (το 1920, στην Αθήνα κατοικούσαν 292.991 επί συνολικού πληθυσμού 5.536.375)! Διόλου περίεργο με το κύμα προσφύγων που είχε συρρεύσει μετά τη μικρασιατική τραγωδία, αλλά και με την αστυφιλία, που είχε ήδη αρχίσει να φαίνεται. Η απογραφή του ΄40 δείχνει στην Αθήνα μόνιμο πληθυσμό 487.045 κατοίκων, αλλά η ανοικοδόμηση είναι υπόθεση δαπανηρή για τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και οι εποχές δεν ευνοούν. Κάτι προσφυγικές κατοικίες είναι τα τελευταία δείγματα οικοδομικής δραστηριότητας στα αστικά κέντρα.

 Τα κόστη των ξενοδοχείων είναι υψηλά και σίγουρα δεν προσφέρονται για μακριά διαμονή. Αλλά για τη στέγαση επαρχιωτών και ξένων χαμηλού εισοδήματος στην πρωτεύουσα υπάρχουν διαθέσιμα κάποια σκόρπια δωμάτια. Αρκετοί ιδιοκτήτες χαμόσπιτων, στην προοπτική ενός συμπληρωματικού (καμμία φορά και μοναδικού) μηνιαίου εισοδήματος, επιλέγουν να στριμωχτούν οικογενειακώς στο ένα ή το πολύ στα δύο δωμάτια του σπιτιού τους και να νοικιάσουν το τρίτο. Τα έσοδα είναι καθαρά, αποδείξεις δεν υπάρχουν και ασφαλώς ούτε δεσμεύσεις έναντι του κράτους, το οποίο άλλωστε, καθώς δεν έχει οικιστική πολιτική να εφαρμόσει για να υπηρετήσει τις ανάγκες τού διαρκώς αυξανόμενου πληθυσμού, καλύπτει με αυτόν τον τρόπο την ανεπάρκειά του και κάνει τα στραβά μάτια. Ως εκ τούτου, εξυπηρετεί τους πάντες και δεν ενοχλεί κανέναν… Η χώρα, έτσι κι αλλιώς, έναν αιώνα τώρα είναι απόλυτα εξοικειωμένη με το Airbnb.

AIRBNB; ΠΑΛΙΑ … ΓΛΥΚΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ

Το 1834, όταν η Αθήνα κηρύχθηκε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, αριθμούσε 1.560 σπίτια και 7.000 κατοίκους, εκ των οποίων κάποιοι, μη έχοντας τόπο διαμονής κατέλυαν σε μισογκρεμισμένα οικήματα, τα οποία σιγά σιγά ξανάχτιζαν. Η Ελλάδα, τέως οθωμανική κτίση, δεν είχε να προσφέρει άλλο από κάμποσα δείγματα του μακρινού λαμπρού αρχαίου παρελθόντος της και περισσότερα απομεινάρια του ζοφερού πρόσφατου, ανάμεσα στα οποία αρκετά χάνια σε ολόκληρη την τότε ελληνική επικράτεια, που αποτελούσαν τη μόνη λύση για ταξιδιώτες που αναζητούσαν κατάλυμα. Ο Γάλλος ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος Εντμόντ Αμπού, επισκέπτης της Αθήνας τα χρόνια εκείνα, αποκαλούσε τα χάνια της πόλης «πανδοχεία», όπου μάλιστα αργότερα θα φιλοξενηθούν αρκετοί υπουργοί των πρώτων κυβερνήσεων αντί «οικονομικού αντιτίμου».

Αλλά, βεβαίως, άλλο η κλίνη για ολιγοήμερη διαμονή, όπου για την ώρα υπάρχει μία σχετική επάρκεια, και άλλο η στέγη για μακροχρόνια, στην οποία η πρωτεύουσα εμφανώς χωλαίνει. Το έλλειμμα γίνεται εντονότερο όταν από τη δεκαετία του 1850 κι έπειτα, αναπτύσσεται ένα εντυπωσιακό κύμα έλευσης ταξιδιωτών από τη δυτική Ευρώπη, διπλωματών των μεγάλων δυνάμεων, υποτρόφων ξένων αρχαιολογικών σχολών και απλών αρχαιολατρών, που ονειρεύονται μία δια ζώσης γνωριμία με τον τόπο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.

Επιδιώκουν να δουν την ελληνική ύπαιθρο, πρωτίστως όμως την Αθήνα, την περίφημη Ακρόπολη, τον ναό του Ηφαίστου και τόσα άλλα θαύματα, που έχουν συναντήσει στα διαβάσματά τους. Συνήθως, η παραμονή τους στην Ελλάδα είναι μακρά, όπως άλλωστε και το ταξίδι τους για να φτάσουν ίσαμε δω. Πριν έρθουν γνώριζαν ότι υποδομή για μακροχρόνια φιλοξενία δεν υπάρχει στην προσφάτως απελευθερωμένη χώρα. Στην Αθήνα, όπου εντέλει καταλύουν οι περιηγητές, καταφέρνουν συνήθως να εξασφαλίσουν μία κλίνη στα χάνια της πόλης και σε δύο – τρία διώροφα σπίτια, που έχουν βαφτιστεί ξενοδοχεία. Οι διπλωμάτες φιλοξενούνται κατά κανόνα σε κατοικίες άλλων Ευρωπαίων επιτετραμμένων, σε επικεφαλής ανασκαφικών αποστολών ή και σε αρχοντικά -συχνότατα επί πληρωμή- αριστοκρατικών οικογενειών. Στα σπίτια αυτά απολαμβάνουν απλόχερα την ελληνική φιλοξενία συγχρωτιζόμενοι με τους σπιτονοικοκύρηδες. Ενίοτε βρίσκουν τον έρωτα της ζωής τους στα πρόσωπα των θυγατέρων τους. Οι Δημήτρης Καμπούρογλου και Θεόδωρος Φιλαδελφεύς στα μνημειώδη έργα τους για την ιστορία των Αθηνών καταγράφουν ουκ ολίγες περιπτώσεις ξένων επισκεπτών, που κάπως έτσι γνώρισαν και παντρεύτηκαν ελληνοπούλες και έμειναν στην Ελλάδα, συνθήκη στην οποία προφανώς προσέβλεπαν και οι κυράδες των σπιτιών, που επιθυμούσαν να αποκαταστήσουν τις κόρες τους με τον νοικάρη-κελεπούρι…

«Περνούμε εδώ άτακτη ζωή. Το παιχνίδισμα βρίσκεται στην ακμή του. Η γρηά, η μητέρα της Τερέζας, είναι αρκετά ανόητη ώστε να φαντάζεται ότι θα έπαιρνα δια νόμιμη σύζυγό μου την κόρην της…» θα γράψει στον φίλο του Χόμπχαουζ στην Αγγλία, σε μία καθόλου… κολακευτική εκδήλωση του ρομαντισμού του ο ποιητής λόρδος Βύρων, από το σπίτι της οικογένειας Μακρή στην Αθήνα, όπου φιλοξενείται και όπου ναι μεν έχει ερωτοχτυπηθεί με τη 13χρονη κόρη των ιδιοκτητών, πλην όμως -καθώς δηλώνει- δεν προτίθεται να αποκαταστήσει. Παρά ταύτα, ο Άγγλος ερωτιδεύς θα συνθέσει για χάρη της νεαρής Ελληνίδας το περίφημο ποίημα «Κόρη των Αθηνών»…

Κάπως έτσι, λοιπόν, η Ελλάδα εγκαινιάζει από τον 19ο αι. ακόμα το Airbnb, διαμορφώνοντας νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Αυτή την εποχή, το ημερήσιο αντίτιμο της διαμονής στο δωμάτιο ενός αρχοντικού δεν ισοφαρίζει μόνον το κόστος της φιλοξενίας σε βρώση, πόση και καθαριότητα, που παρέχει ο ιδιοκτήτης. Αντιπροσωπεύει και την οικονομική επιφάνεια του ενοικιαστή. Για την ακρίβεια, η πληρωμή της διαμονής είναι πρωτίστως θέμα prestige, που πολύ βολικά προσφέρει κι ένα έσοδο στον σπιτονοικοκύρη. Άλλωστε, για την ταλαιπωρημένη Ελλάδα κάθε έσοδο είναι αποδεκτό. Άσε που δεν έχει δημιουργηθεί ακόμη εφορία…

 «…Εξ – επτά δωμάτια χαμόγεια, εις γραμμήν, όλα παμπάλαια, τρώγλαι, άλλα χωρίς παράθυρα, όλα σχεδόν με σαθρούς τους τοίχους… Υπήρχον δύο η τρεις μπεκιάρηδες, μία οικογένεια με πέντε ή εξ παιδιά, μια νέα ζωντοχήρα, Κατερινιώ η Πολίτισσα, ξενοδουλεύουσα, ζώσα κατά το φαινόμενον ολομόναχη· και το μέσα δωμάτιον εις τον μυχόν της αυλής, κατείχεν η σπιτονοικοκυρά κυρα-Γιάνναινα, χήρα με την κόρην της, την Δημητρούλαν…» – Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων» στο διήγημά του «Ο γείτονας με το λαγούτο» περιγράφει το ανήλιαγο δωμάτιό του σε μία αυλή της οδού Αριστοφάνους, στου Ψυρρή. «Η στέγη του μικρού δωματίου απετελείτο από το πρώτον πάτωμα της επάνω οικίας κατεχομένης από αξιωματικούς, φοιτητάς κλπ. και μέρος από λιθόστρωτον δώμα ή μάλλον τον υψηλόν κτιστόν διάδρομον, δι ου εισέρχετό τις εις την αυλήν», λέει. Είναι εδώ, σε αυτό το ενοικιαζόμενο δωμάτιο, που γράφει τη «Γυφτοπούλα» του.

 Δεν έχει βγει ακόμη ο 19ος αι. Βαδίζει στα τέλη του. Ψυρρή και Νεάπολη (Εξάρχεια) είναι γειτονιές, που συγκεντρώνουν τους νέους επήλυδες. Ο Παπαδιαμάντης βρίσκει την έμπνευσή του στην πρώτη. Ο Παλαμάς, πάλι, προτιμά τη δεύτερη. Στο «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου» ο Δροσίνης αποκαλύπτει ότι ένα από τα επαρχιωτάκια που έρχονται στη δύση του 19ου αι. στην Αθήνα είναι και ο Κωστής Παλαμάς, ο οποίος πιάνει ένα δωμάτιο σε σπίτι της Σόλωνος, ακριβώς πίσω από το Δημοτικό Νοσοκομείο (το σημερινό πνευματικό κέντρο του δήμου Αθηναίων). «Το σπίτι αυτό ήτον παμπάλαιο, δίπατο, με μεγάλη αυλή και μία στενή ξύλινη σκάλα, που πήγαινε στο απάνω πάτωμα. Κάτω κατοικούσεν η νοικοκυρά με τις δύο κόρες της κ΄ ενοίκιαζε το απάνω σε φοιτητάς, που τους βολούσε γιατί είχαν κοντά το πανεπιστήμιο. Το απάνω χωρίζουνταν σε δύο μεγαλούτσικες κάμαρες: από τη μία περνούσαν στην άλλη. Στην κάθε κάμαρα δύο παλιά σιδερένια κρεβάτια με στρώματα αχυρένια κ΄ ένα μαξιλάρι κόκκινο χωρίς μαξιλαροθήκη. Σεντόνια και σκεπάσματα τα φέρναν όποιος νοίκιαζε την κάμαρα…» περιγράφει λεπτομερώς ο Δροσίνης, μη παραλείποντας να αναφερθεί στους έρωτες των θυγατέρων της νοικοκυράς με τους νοικάρηδες, με τους οποίους -όπως λέει- «έκαναν συχνά εκδρομές στον καταπράσινο και γεμάτον πεύκα Λυκαβηττό», όπου αρκετοί φοιτητές ανέβαιναν ν΄ ανάψουν κερί στον Άη Γιώργη «να τους παρασταθεί στις εξετάσεις»...

Η… ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΗ ΣΧΕΣΗ ΝΟΙΚΑΡΗ ΚΑΙ ΣΠΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΑΣ…

Το Airbnb θα «τρέξει» ανά τους χρόνους, θα οργανωθεί, θα καθιερωθεί και έως τα μέσα του 20ου αι., που η ενοικίαση δωματίων -στη αρχή με τη μέρα κι ύστερα με τον μήνα- θα κάνει θραύση, η εφορία θα απέχει. Ωστόσο, η κοινωνική προσφορά του θα μείνει και θα επεκταθεί πέρα κι από γνωριμίες και παντρολογήματα… Ο δημόσιος υπάλληλος, που θα μετατεθεί μακριά από τον τόπο του, ο στρατιωτικός, που θα κληθεί να υπηρετήσει σε άλλη πόλη, ο τυχοδιώκτης, που θα αναζητήσει την ευκαιρία της ζωής του, ο φοιτητής, που θα αποχωριστεί τη φροντίδα της μάνας του για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Αλλά και ο άνθρωπος της τέχνης και ο μοναχικός ή και ο άλλος, ο πνευματικός άνθρωπος.

Για το γύρισμα του αιώνα και στο πρώτο μισό του 20ου, οι χρονικογράφοι μεταφέρουν εικόνα που μέσα σε όλες τις στερήσεις της εποχής, σήμερα στο θορυβώδες και ρυπογόνο περιβάλλον της πόλης φαντάζει ειδυλλιακή… «Οι πολυκατοικίες μετριόντουσαν σε κάθε γειτονιά στα δάχτυλα. Τα πιο πολλά σπίτια ήταν μονώροφα και διώροφα. Είχαν τις αυλές τους με τις κληματαριές και τις γαζίες… Οι δρόμοι δεν ήταν όλοι ασφαλτοστρωμένοι. Υπήρχαν παντού ανοίγματα, ελεύθεροι χώροι» περιγράφει ο Γιάννης Καιροφύλας.

«Μερικές φορές στην ίδια αυλή συγκατοικούσαν δύο ή και περισσότερες οικογένειες με κοινόχρηστο αποχωρητήριο» συμπληρώνει στη δική της περιγραφή η Ζωή Ρωπαΐτου-Τσαπαρέλη.

 Σε αυτά τα σπίτια με τις αυλές και τις γαζίες θα βρει κανείς νεοφερμένες οικογένειες από την περιφέρεια και νέους, αν και, από αυτούς τους τελευταίους οι περισσότεροι, φοιτητές γαρ, προτιμούν σταθερά τα δωμάτια στην καρδιά της Αθήνας, σε κοντινή απόσταση από το πανεπιστήμιο. Κάθε αυλή διαθέτει και από τουλάχιστον ένα δωμάτιο. Για να δώσει… μπόι στο αντίτιμο, συνήθως είναι φρεσκο-ασβεστωμένο. Διαθέτει ένα μονό κρεβάτι, μία μονή ντουλάπα κι ένα τραπέζι με μία καρέκλα. Νερό από λαβομάνο τον χειμώνα και τη βρύση της αυλής το καλοκαίρι. Όσο για τουαλέτα, στην κοινόχρηστη του εξωτερικού χώρου. Η τιμή τη δεκαετία του ΄50 χονδρικά φτάνει τις 10 δραχμές ημερησίως, ανάλογα με τις ανέσεις.

Σαν πρωτεύουσα, σαν το μεγάλο αστικό κέντρο της χώρας, η Αθήνα των δεκαετιών του ΄50 και του ΄60 (ο πληθυσμός της έχει ξεπεράσει το μισό εκατομμύριο) είναι τόπος πλούσιας ζήτησης και ακόμη πλουσιότερης προσφοράς. Τα καλοκαμωμένα προσφυγόσπιτα έχουν πληθύνει. Τα χτίζουν με δικό τους κουμάντο οι Μικρασιάτες που έχουν πια ριζώσει και προκόψει. Η χώρα έχει επουλώσει όπως όπως τις πληγές του εμφυλίου και μπαίνει σε νέα περπατησιά, που της ανοίγει άλλους ορίζοντες. Η έως τώρα βαλτωμένη οικιστική της ανάπτυξη, ξεκολλάει, αλλά τα ενοικιαστήρια – «έμπλαστρα» θα αργήσουν πολύ να ξεκολλήσουν από τις αυλόπορτες.

Ο ελληνικός κινηματογράφος των δεκαετιών ΄40, ΄50, ΄60 είναι ρεαλιστικός. Δουλεύει με φυσικούς χώρους. Καταφέρνει να δώσει μία ικανοποιητική εικόνα του τρόπου και των συνθηκών ζωής. «Διαβάζοντας» κανείς προσεκτικά τις παραγωγές του, αντλεί στοιχεία για νοοτροπίες, ιδεολογίες, συνήθειες, γενικά κοινωνιολογικά δεδομένα (δυσεύρετα σε άλλες πηγές), που συμβάλλουν σημαντικά στη σύνθεση μίας ολοκληρωμένης εικόνας εκείνων των εποχών.

Το ΄48, ο Αλέκος Σακελλάριος «ξαναζωντανεύει» στην αυλή των ηρώων του τον εφιάλτη της γερμανικής κατοχής («Οι Γερμανοί ξανάρχονται»). Το ΄54, στην «Ωραία των Αθηνών» ο Τσιφόρος τοποθετεί την ηρωίδα του, Γεωργία Βασιλειάδου, στο επίκεντρο μιας αυλής, από τα ενοικιαζόμενα δωμάτια της οποίας βιοπορίζεται προσδοκώντας ταυτόχρονα τον νοικάρη που θα την αποκαταστήσει. Το ΄57, ο Καμπανέλλης στριμώχνει στην Αυλή του των Θαυμάτων ένα ετερόκλητο πλήθος νοικάρηδων, που τσακώνονται και φιλιώνουν με ρυθμούς πολυβόλου. Το ΄61, σε μιαν ανθισμένη αυλή της Πλάκας, νοικάρης της υπολογίστριας Σμάρως Στεφανίδου, ο Δημήτρης Χορν θα ξαναζήσει τα νιάτα του στο «Αλίμονο στους νέους» του Αλέκου Σακελλάριου, ενώ ο Νίκος Κούρκουλος, στον Κατήφορο, σε ένα άλλο, εργένικο δωμάτιο, θα ξεδιπλώσει την αλητεία του και θα βρει άδοξο τέλος από το περίστροφο της ερωμένης του (Λάσκαρη). Το ΄66, στις «Κυρίες της Αυλής», ο Δημήτρης Γιαννουκάκης ζευγαρώνει τους ενοίκους των δωματίων της παλιάς αθηναϊκής αυλής και δύο χρόνια μετά, ο Δαλιανίδης στεγάζει σε ένα ενοικιαζόμενο φοιτητικό δωμάτιο της Κυψέλης τον έρωτα του αριστούχου αρχιτέκτονα Φαίδωνα Γεωργίτση και της Όλγας (Λάσκαρη), στο «Όλγα, αγάπη μου».

Αλλά αυτά είναι μόνο λίγα από τα πολλά ενοικιαζόμενα δωμάτια, τα Airbnb των περασμένων δεκαετιών, που ενέπνευσαν σινεμά και θέατρο. Στην πραγματικότητα, στρίμωξαν ξενύχτια, διασκεδάσεις, καυγάδες, αλλά και αγωνίες και όνειρα και χαρές και κλάματα και απογοητεύσεις και δημιουργία. Με έναν σχεδόν κοινοβιακό τρόπο ζωής, όπου η σκιά που περνούσε από το παράθυρο ή τα βήματα, που έκαναν τα σάπια σανίδια να τρίζουν σε ύποπτη ώρα, ήταν γνώριμα και… επιλήψιμα και θα έδιναν ενδιαφέρον θέμα συζήτησης στον πρωινό καφέ. Με έναν σπιτονοικοκύρη (συνήθως γένους θηλυκού, διότι αν δεν επρόκειτο για εργένισσα περασμένης ηλικίας, τότε σίγουρα ήταν ύπανδρος νοικοκυρά, επιφορτισμένη με τη φροντίδα του ενοικιαζόμενου δωματίου ως τμήμα των οικιακών υποχρεώσεών της), που παραδοσιακά γκρίνιαζε στις καθυστερήσεις καταβολής του αντιτίμου, είτε επειδή αυτό προοριζόταν για να συμπληρώσει τα έξοδα σίτισης της οικογένειας, είτε πολλές φορές για να επενδυθεί στην… εικόνα του εισοδηματία. Για «παντρεμένους αστούς με βαριές κοιλιές και ενοικιοστασιακά εισοδήματα, που κοιτάνε κοριτσόπουλα» έκανε λόγο στη νουβέλα του με τίτλο «Τα σπίτια στην άσφαλτο» ο Νίκος Τσιφόρος.

 Κι από κει που στις δεκαετίες 1890-1920, η ιδιωτική οικοδομική εις ύψος δραστηριότητα παράγει 106 δείγματα αστικής πολυκατοικίας και μεταξύ 1925 και 1941, 349 κτήρια πέντε ορόφων και άνω, από το 1950 έως και το 1980, εκδίδονται 34.000 άδειες πολυκατοικιών!

Με τη μέθοδο της αντιπαροχής, οι ρυθμοί οικιστικής ανάπτυξης της πόλης είναι καταιγιστικοί, αλλά τουλάχιστον έως το 1970 στις παραδοσιακά λαϊκές γειτονιές της, αυτός, ο άλλος κόσμος εξακολουθεί να υπάρχει και να στριμώχνεται στα δωμάτια των χαμόσπιτων με τις κοινές αυλές και τουαλέτες. Ένα κομμάτι στις παρυφές της πόλης συντηρείται από το αντίτιμο του ημερήσιου ενοικίου, που σχεδόν εθιμικά πια καθυστερεί, καμμία φορά δεν έρχεται και ποτέ… Βλέπεις, οι συμφωνίες είναι μεταξύ κυρίων. Αλλά αν δεν καταφέρεις να την τηρήσεις, δεν σημαίνει πάντα ότι δεν είσαι κύριος… Απλώς, οι εποχές για τους πολλούς εξακολουθούν να είναι δύσκολες.

«Ένας φίλος εργένης, που ο μικρός μισθός του τον ανάγκαζε να τρώει 2-3 νοίκια σε κάθε δωμάτιο, που νοίκιαζε, μας έλεγε στο καφενείο ότι η νέα σπιτονοικοκυρά του τον ρώτησε αν η παλιά ήταν ευχαριστημένη μαζί του. “Βέβαια, αφού όταν έφευγα, έκλαιγε” απάντησε εκείνος. Σκύβοντας στο αφτί μου εξομολογήθηκε “δεν της είπα γιατί έκλαιγε”…» – Βασίλης Αγγελίδης, από τη λαϊκή γειτονιά του Μεταξουργείου.

 Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

  

ΠΗΓΗ