Η Abby, 28 ετών, χρησιμοποιεί εφαρμογές γνωριμιών εδώ και οκτώ χρόνια, έχοντας περάσει από το OkCupid, το Bumble, το Tinder, το eHarmony, το Match, το WooPlus, το Coffee Meets Bagel και το Hinge.

Ως αφοσιωμένη χρήστρια, μπορεί εύκολα να ξοδέψει δύο ή και περισσότερες ώρες της ημέρας της κάνοντας matches, στέλνοντας μηνύματα και προγραμματίζοντας ραντεβού με χρήστες που φαίνονται πολλά υποσχόμενοι.

Όμως στην πραγματικότητα, νιώθει εξαιρετικά κουρασμένη απ’ όλα αυτά: το ατελείωτο swiping, τις μονότονες συζητήσεις αλλά και την αυτοαμφισβήτηση που αναδύεται κάθε φορά που ένα από τα πολλά υποσχόμενα matches ξεφουσκώνει πανηγυρικά. Στην πραγματικότητα, ούτε μία μακροχρόνια σχέση δεν έχει ανθίσει από την 8 χρόνων εμπειρία της στην δαιδαλώδη πραγματικότητα των dating apps, σύμφωνα με τους New York Times.

Tα dating apps έχουν αναδιαμορφώσει όχι μόνο την κουλτούρα των ραντεβού, αλλά και τις συναισθηματικές ζωές των μακροχρόνιων χρηστών τους.

Υπάρχουν και άλλες πτυχές της εμπειρίας που λειτουργούν επιβαρυντικά. Η παρενόχληση και η πίεση να εμπλακεί σε σεξουαλική επαφή είναι ένα τακτικό φαινόμενο των dating apps. Μια έρευνα του Pew Research Center του 2020 διαπίστωσε ότι το 37% των χρηστών δήλωσαν ότι κάποιος συνέχισε να επικοινωνεί μαζί τους αφού δήλωσαν ότι δεν ενδιαφέρονται, και το 35% είχαν λάβει ανεπιθύμητα μηνύματα ή εικόνες σεξουαλικού περιεχομένου.

Ο «εθισμός» και το ατέρμονο swiping

Παρ’ όλα αυτά, η ανία και ο φόβος της μοναξιάς καθοδηγεί πολλούς από τους χρήστες να συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τις εφαρμογές. Η Abby δηλώνει πως αισθάνεται αναγκασμένη να συνεχίσει την περιήγηση, οδηγούμενη από ένα μείγμα αισιοδοξίας και φόβου ότι αν αποσυνδεθεί, θα χάσει την ευκαιρία να γνωρίσει το «άλλο της μισό».



ΠΗΓΗ