Πρόκειται για ένα σκάνδαλο, που συγκλόνισε τη βρετανική κοινή γνώμη στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 και το 1989 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, με την ταινία Scandal και πρωταγωνιστές τους Τζον Χαρτ, Τζόαν Γουάλεϊ και Μπρίτζετ Φόντα.
Πρωταγωνιστής του ροζ αυτού σκανδάλου υπήρξε ο τότε υπουργός Πολέμου Τζον Προφιούμο, ένας μορφωμένος και αξιοσέβαστος πολιτικός, που ανήκε στην παράταξη των Συντηρητικών. Πέτρα του σκανδάλου, η Κριστίν Κίλερ, μία λαμπερή χορεύτρια σε καμπαρέ.
Γνωρίστηκαν το 1961 σ’ ένα πάρτι που διοργάνωσε στο Μπέρκσαϊρ ο Στίβεν Γουάρντ, ένας πλούσιος και διάσημος Λονδρέζος, με ευρύ κοινωνικό κύκλο, που αναλάμβανε να γνωρίζει επιφανείς Βρετανούς σε νεαρές και όμορφες γυναίκες. Παρότι ο Προφιούμο ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Βαλερί Χόμπσον, εξελίχθηκε ένα κρυφό ειδύλλιο με την εντυπωσιακή Κριστίν. Η σχέση τους κράτησε μόνο λίγες εβδομάδες, προτού την τερματίσει ο ίδιος.
Το σύντομο αυτό ειδύλλιο είδε το φως της δημοσιότητας το 1962, παίρνοντας μεγάλες πολιτικές διαστάσεις. Και αυτό, διότι όπως αποδείχθηκε, τη συγκεκριμένη περίοδο η Κίλερ μοιραζόταν το κρεβάτι της και με τον στρατιωτικό ακόλουθο στην πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης, Γιεβγκένι Ιβανόφ. Οι εφημερίδες της εποχής κατηγόρησαν εμμέσως τον Προφιούμο για εσχάτη προδοσία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι κρατικά μυστικά διοχετεύτηκαν στη Μόσχα μέσω της Κίλερ και του Ιβανόφ, που παρουσιαζόταν ως Ρώσος κατάσκοπος.
Μία διαφορετική οπτική για την υπόθεση παρουσίασε η ίδια η Κίλερ στην αυτοβιογραφία της, υπό τον τίτλο «Επιτέλους η αλήθεια». Υποστήριξε ότι ο Στίβεν Γουάρντ ήταν κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης και της ζήτησε να αντλήσει πληροφορίες από τον Προφιούμο για τη θέση των πυρηνικών κεφαλών στη Δυτική Γερμανία. Μάλιστα, τον κατηγόρησε ότι αποπειράθηκε να τη δολοφονήσει, φοβούμενος ότι θα αποκαλύψει τον ρόλο του. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι χρησιμοποιήθηκε από το κατεστημένο, προκειμένου τα ΜΜΕ να εστιάσουν στις ροζ πτυχές της υπόθεσης και να καλυφθούν έτσι τα σοβαρά κενά στη βρετανική ασφάλεια.
Το μεγάλο λάθος του Προφιούμο ήταν ότι διέψευσε ενώπιον της Βουλής των Κοινοτήτων τις φήμες για την κρυφή σχέση του. Το Μάρτιο του 1963 υποστήριξε ότι δεν υπήρξε τίποτα το μεμπτό στη γνωριμία του με την δεσποινίδα Κριστίν Κίλερ. Δέκα εβδομάδες αργότερα ομολόγησε ότι παραπλάνησε τη Βουλή, για να προστατέψει τη σύζυγο και την οικογένειά του, και αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1963 η κυβέρνηση διέταξε τη διεξαγωγή επίσημης έρευνας για την υπόθεση, η οποία ανατέθηκε στον Λόρδο Ντένινγκ. Όταν το πόρισμα δημοσιεύτηκε λίγους μήνες αργότερα, αν και μεσάνυχτα, εκατοντάδες άνθρωποι έσπευσαν να προμηθευτούν ένα αντίγραφο. Ωστόσο, οι πικάντικες λεπτομέρειες που περιλαμβάνονταν στην έκθεση ήταν ελάχιστες. Ο Ντένινγκ κατηγόρησε την κυβέρνηση για καθυστερημένη αντίδραση, όμως απεφάνθη ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση της εθνικής ασφάλειας. Σχεδόν μία εβδομάδα αργότερα, ο συντηρητικός πρωθυπουργός Χάρολντ ΜακΜίλαν παραιτήθηκε, καθώς η ήδη κλονισμένη υγεία του επιδεινώθηκε δραματικά εξαιτίας του σκανδάλου.
Στο μεταξύ, ο Στίβεν Γουάρντ οδηγήθηκε σε δίκη, κατηγορούμενος για έσοδα από ανήθικες δραστηριότητες. Μία ημέρα πριν από την ετυμηγορία, αυτοκτόνησε. Η Κριστίν Κίλερ κρίθηκε ένοχη για ψευδορκία και εξέτισε ποινή φυλάκισης εννέα μηνών. Εικάζεται ότι οδηγήθηκε στη δίκη αυτή, προκειμένου να μην παραστεί ως μάρτυρας στην υπόθεση δολοφονίας ενός ατόμου στο σπίτι της. Όσο για τον Προφιούμο, έζησε το υπόλοιπο της ζωής του μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, παρέχοντας φιλανθρωπική εργασία.