Δεν είναι μυστικό ότι η οικονομική εξαθλίωση μιας κοινωνίας οδηγεί μερίδα των πολιτών της στον φασισμό. Ελκτική δύναμη του φασισμού είναι ο λαϊκισμός και ο λαϊκισμός προσφέρει εύκολες λύσεις.

«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία», έλεγε ο Μάνος Χατζιζάκις και πράγματι, ο φασισμός είναι οπορτουνισμός. Είναι η ευκαιρία που βλέπουν και αρπάζουν τυχοδιώκτες, όποτε το κοινοβούλιο δεν τα έχει καταφέρει και κατηγορείται ως υπεύθυνη η Δημοκρατία.

Σήμερα, μπορεί η Ελλάδα να εξακολουθεί να είναι στη δεινότερη θέση πανευρωπαϊκώς, ούσα επί της ουσίας χρεωκοπημένη και ταυτοχρόνως πνιγμένη στην ακρίβεια και τους χαμηλούς μισθούς και συντάξεις, αλλά κι οι υπερδυνάμεις της ηπείρου έχουν κι αυτές τα δικά τους ζόρια.

Στη Γαλλία ήταν τα «κίτρινα γιλέκα» και τώρα τα «κίτρινα καπέλα», εν μέρει ετερόκλητες δυνάμεις που αναμειγνύονται κι επαναστατούν. Στη Βρετανία και την Ισπανία η κατάσταση είναι οριακή, ενώ στη Γερμανία οι πολίτες άρχουν αρχίσει ν’ αντιδρούν σχεδόν όσο ποτέ άλλοτε από τη επανένωση και μετά.

Μέσα σ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει μοναχά μιαν αθώα αντίσταση. Μες στις δικαιολογημένες κινητοποιήσεις, ενδυναμώνονται και οι δυνάμεις της αντίδρασης. Μεταξύ αυτών, υπάρχουν τα άκρα που είδαμε «ν’ αναλαμβάνουν την τάξη» από τα πρώτα χρόνια την κρίσης μέχρι την καταδίκη της Χρυσής Αυγής.

Εξάλλου, στην Πολωνία και την Ουγγαρία η ακροδεξιά κυβερνά, στη Γαλλία η Μαρίν Λε Πεν επελαύνει, ενώ στην Ιταλία πήρε τα ηνία η γνωστή και μη εξαιρετέα Τζόρτζια Μελόνι. Η ενεργειακή κρίση έχει βαθύνει την οικονομική, το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα είναι βούτυρο στο ψωμί της Ακροδεξιάς, που απαντά στο «τις πταίει» δείχνοντας της Γης του κολασμένους.

Το γερμανικό περιοδικό Spiegel θέτει το ερώτημα αν ο φασισμός μπορεί να νικηθεί με διαδηλώσεις και παραθέτει το παράδειγμα της Ελλάδας. Της Ελλάδας που, πράγματι, με διαδηλώσεις νίκησε σε μια μάχη κατά του φασισμού. Σε μια σημαντικότατη και κρίσιμη για τη χώρα μάχη, αλλά σε… μία μάχη.

Το Spiegel, βέβαια, θεωρεί ότι την τελική νίκη την έδωσε το ελληνικό κράτος, παραδίδοντας στη Δικαιοσύνη τους φασίστες. Από μιαν άποψη, το γερμανικό περιοδικό δεν έχει άδικο. Από μιαν άλλη, το θέμα της σχετικής πολιτικής βούλησης που υπήρχε όλα εκείνα τα χρόνια, από το σημείο που οξύνθηκε το φαινόμενο μέχρι τη μέρα που αποφασίστηκε να γίνει κάτι γι’ αυτό, είναι πιθανόν να οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα, που ενδέχεται να προκύπτουν από λιγότερο απλοϊκές προσεγγίσεις.

Όπως και να ‘χει, εκφράζοντας αγωνία για τον μέλλον της Ευρώπης όσον αφορά στην προέλαση του φασισμού, το Spiegel παραθέτει το παράδειγμα της Ελλάδας ως καλό. Ειδικότερα, το γερμανικό περιοδικό αναφέρει ότι «τις τελευταίες εβδομάδες, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχουν κατέβει στους δρόμους της Γερμανίας, διαδηλώνοντας ενάντια στην ακροδεξιά AfD».

Με αφορμή τις μαζικές αυτές κινητοποιήσεις, το περιοδικό διαπιστώνει πως, ορισμένες φορές, όταν η πολιτική φαίνεται να μην έχει τις απαντήσεις, ο λαός μπορεί να υπερασπιστεί τη δημοκρατία.

Στο αφιέρωμα του Spiegel, αναφέρονται παραδείγματα διαφόρων χωρών, όπου οι λαϊκές κινητοποιήσεις κατάφεραν να ανακόψουν τα ακροδεξιά εξτρεμιστικά ρεύματα. Και μεταξύ αυτών των χωρών συγκαταλέγεται και η Ελλάδα.

«Στα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση, ανήλθε στην Ελλάδα ένα κόμμα που ήταν τόσο ριζοσπαστικό, όσο ελάχιστες ακραία δεξιές παρατάξεις: η Χρυσή Αυγή. Ένα κόμμα επιθετικό, έτοιμο να καταφύγει στη βία, αποφασισμένο να καταλάβει τους δρόμους.

Ο Αντώνης Έλληνας, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, συνέκρινε με τον συνάδελφό του Ιάσονα Λαμπριανού την πορεία της Χρυσής Αυγής στις βουλευτικές εκλογές των ετών 2012, 2015 και 2019 σε περιοχές όπου πραγματοποιούνταν διαδηλώσεις εναντίον της και στις περιοχές χωρίς αντίστοιχες δράσεις. Ακόμη, οι δύο ερευνητές έλαβαν υπόψιν το μέγεθος του πληθυσμού των πόλεων, καθώς και το γεγονός ότι το κόμμα σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία σε περιοχές με περισσότερους μετανάστες, αλλά και μεταξύ των νέων.

Το πόρισμα της έρευνας αποτυπώνεται ως εξής: «Οι διαδηλώσεις μπορούν να μειώσουν την υποστήριξη προς τα ακροδεξιά κόμματα”, όπως δηλώνει ο Έλληνας. Ωστόσο κατά τα πρώτα χρόνια η εικόνα ήταν ξεκάθαρη: ΄΄Τα κινήματα διαμαρτυρίας δεν ήταν καλά οργανωμένα ούτε και είχαν ευρεία απήχηση. Προέρχονταν κυρίως από τη ριζοσπαστική Αριστερά, καταφέρνοντας ωστόσο να διατηρήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις δράσεις τους΄΄.

[…] Η περίπτωση της Ελλάδας είναι πάντως διδακτική και για έναν ακόμη λόγο. Τελικά το αποφασιστικό χτύπημα στη Χρυσή Αυγή το έδωσε πιθανότατα το κράτος, όταν αυτό άσκησε ποινικές διώξεις ενάντια στο κόμμα και έφερε τους ηγέτες του ενώπιον της δικαιοσύνης. «Η Ελλάδα ποτέ δεν θεωρούσε τον εαυτό της ως μία αμυντική δημοκρατία – όμως υπό την πίεση του δρόμου αυτό άλλαξε για πρώτη φορά και με τρόπο ριζικό”, εξηγεί ο Έλληνας.

Σήμερα τα φαινόμενα βίας έχουν μειωθεί αισθητά και η ακροδεξιά είναι κατακερματισμένη. Στο πολιτικό σύστημα κυριαρχούν τώρα οι συντηρητικοί – έχοντας πρώτα διαχωρίσει τις θέσεις τους από την ακροδεξιά», καταλήγει το περιοδικό.



ΠΗΓΗ