Ήταν τον Μάιο του 1999, όταν ο όμιλος Pinault-Printemps-Redoute (PPR) αγόρασε το 42% των μετοχών του ομίλου Gucci έναντι 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Είχε προηγηθεί μια μακρά δημόσια διαμάχη με τον αιώνιο ανταγωνιστή του, LVMH, για το εμπορικό σήμα. Αργότερα, το 2003, η PPR αύξησε το μερίδιό της στον όμιλο Gucci στο 67,6% και ξανά το 2004 υπό τον François-Henri Pinault στο 99,4%.

Εννιά χρόνια αργότερα ο οικογενειακός όμιλος PPR μετονομάστηκε σε «Kering» και ξεκίνησε η εντυπωσιακή άνοδός του προς την κορυφή, εξαγοράζοντας μια σειρά από brands πολυτέλειας που του χάρισαν μια θέση στο πάνθεον της πολυτέλειας. Βασικό όχημα αποτελούσε ο εμβληματικός και ιστορικός όμιλος Gucci, η Bottega Veneta, o Balenciaga, o Alexander McQueen  και ο Yves Saint Laurent.

Gucci Valigeria, Paris Saint-Honoré το 2022

Κατακόρυφη πτώση

Ωστόσο, τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας την Πέμπτη που κάνουν  λόγο για πτώση της τάξης του 6%, δείχνουν πως η ναυαρχίδα του γαλλικού ομίλου ειδών πολυτελείας Kering, δεν κατάφερε να σταθεί στο ύψος της. Τα οικονομικά αποτελέσματα διαμορφώθηκαν στα 4,97 δισ. ευρώ το τρίμηνο, με τις πωλήσεις όλων των μεγάλων εμπορικών σημάτων της να μειώνονται σε μια πολύ χρονιά προκλήσεων για τον τομέα πολυτελείας που άνθισε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Οι πωλήσεις στα εμπορικά σήματα Gucci, Bottega Veneta και Yves Saint Laurent μειώθηκαν κατά 8% για το καθένα σε ετήσια βάση το τελευταίο τρίμηνο του 2023.

Ενώ τον Οκτώβριο του 2023, είχε εμφανίσει συνολική μείωση κατά 13% και 9% συγκριτική υστέρηση, με μείωση στα έσοδα του ομίλου από 5,4 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022 σε 4,7 δισεκατομμύρια δολάρια πέρυσι.

Σε ένα σκηνικό όπου η αύξηση των πωλήσεων επιβραδύνεται σε ολόκληρο τον τομέα της πολυτέλειας, οι επενδυτές ανέμεναν μια κακή εικόνα για το τρίμηνο, αλλά όχι τόσο κακή όσο αποδείχθηκε, με τη Wall Street Journal να επισημαίνει τότε πως οι μετοχές της εισηγμένης στο χρηματιστήριο του Παρισιού Kering υποχώρησαν κατά 5% μετά την έκθεση αποτελεσμάτων της εταιρείας.

Στοιχεία που δεν γεμίζουν με αισιοδοξία τους επενδυτές, παρά το γεγονός πως αποτελεί την πιο δημοφιλή μάρκα πολυτελούς μόδας στις Ηνωμένες Πολιτείες, με 42% δημοτικότητα μεταξύ των καταναλωτών. Ακολουθούν η Luis Vuitton και η Burberry, ενώ οι Dior, Chanel και Versace έχουν επίσης σημαντικό μερίδιο θαυμαστών. Τι οδήγησε στην σταδιακή πτώση έναν τόσο ιστορικό οίκο;

Αυτό το Gucci φόρεμα

Από την ίδρυσή της το 1921, η Gucci έχει μεταμορφωθεί από ένα απλό κατάστημα χειροποίητων αποσκευών σε έναν παράδρομο της Φλωρεντίας στη θέση που κατέχει σήμερα ως ένα παγκοσμίως γνωστό σύμβολο της ιταλικής τέχνης, της οραματικής δημιουργικότητας και του καινοτόμου σχεδιασμού. Καθρεφτίζοντας και καθορίζοντας τις δεκαετίες που την ανέδειξαν, η ιστορία του οίκου έχει επηρεάσει τη μόδα και τον πολιτισμό με ανεξίτηλο τρόπο καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού και του 21ου αιώνα. Συζητήθηκε, αποτέλεσε στίχο τραγουδιού, πρωταγωνίστησε σε ταινίες και αποτέλεσε αντικείμενο του πόθου για άνδρες και γυναίκες σε κάθε άκρη της γης.

Δεν είναι γνωστό εάν επιθυμούσε κάτι τέτοιο ο ιδρυτής του οίκου, Guccio Gucci, που αφού μετακόμισε από την πατρίδα του Φλωρεντία στο Λονδίνο και άρχισε να εργάζεται ως αχθοφόρος στο ξενοδοχείο Savoy το 1897, εστίασε στο πώς μια μέρα οι  αποσκευές και οι βαλίτσες των διασήμων θα έφεραν το όνομά του. Το πέρασμά του στα ενδύματα ήταν επίσης πετυχημένο, ενώ εν μέσω της μεταπολεμικής εποχής της Ιταλίας, όταν οι παραδοσιακές πρώτες ύλες ήταν σε έλλειψη, ο Guccio Gucci στράφηκε στο ελαφρύ και ανθεκτικό μπαμπού. Μέσω καινοτόμων τεχνικών χειροτεχνίας, ο Guccio και οι τεχνίτες του από τη Φλωρεντία δημιούργησαν την τσάντα Bamboo, τον προκάτοχο της εμβληματικής τσάντας του οίκου «Bamboo 1947».

Εργαστήριο της Gucci στη Φλωρεντία το 1953 | © Archivio Foto Locchi Firenze

Τα ορόσημα

Το 1953 αποτέλεσε μια χρονιά-ορόσημο για τον ιταλικό οίκο, καθώς σηματοδότησε την επέκτασή του εκτός Ιταλίας με το πρώτο του κατάστημα στη Νέα Υόρκη. Τότε ήταν επίσης που λάνσαρε τα υποδήματα, κυρίως το παπούτσι Horsebit 1953 loafer, την ίδια στιγμή που μετέφερε την αυξανόμενη χειροποίητη παραγωγή του στο ιδιόκτητο πλέον Palazzo Settimanni στο κέντρο της Φλωρεντίας.

Οι επόμενες δεκαετίες άφησαν το δικό τους αποτύπωμα, αφού όπως αναφέρει και το Business of Fashion, τότε πρωτοπαρουσιάστηκε η τσάντα «Jackie» και το εμβληματικό μονόγραμμα GG, που αποτυπώθηκε σε δεκάδες signature κολλεξιόν.  Την ίδια περίοδο η Gucci άρχισε να παράγει έτοιμα ρούχα, ενώ άνοιξε το πρώτο της κατάστημα με ready-to-wear στην 699 Fifth Avenue στη Νέα Υόρκη το 1972. Τη δεκαετία του 1970 ξεκίνησαν επίσης οι παρουσιάσεις των συλλογών της σε ντεφιλέ, ενώ αργότερα τη δεκαετία του ’80 διεύρυνε το χαρτοφυλάκιό της με lifestyle προϊόντα.

Η πραγματική αλλαγή για τη μάρκα συνέβη το 1990, όταν μπήκε στο προσκήνιο ο εξαιρετικά ταλαντούχος νεαρός σχεδιαστής Tom Ford, που από την επίβλεψη της συλλογής έτοιμων ενδυμάτων του ιταλικού οίκου, εξελίχθηκε σε δημιουργικό διευθυντή το 1994. Μέχρι σήμερα, ο Tom Ford θεωρείται ο σχεδιαστής που πραγματικά αναζωογόνησε τον Gucci, ενσωματώνοντας υπερσεξουαλικά σχέδια και εικόνες καμπάνιας. Η συλλογή του για το φθινόπωρο του 1995 με τα κομψά, μινιμαλιστικά του σχέδια είχαν τεράστια εμπορική επιτυχία και έντυσαν πολλές διασημότητες όπως η Gwyneth Paltrow, η Jennifer Lopez και η Madonna. Η αναγνώριση ήταν ευρύτατη και μάλιστα από κάθε κοινωνικο-οικονομικής τάξης κοινό.

Τα προβλήματα και η λύση στο πρόσωπο του Pinault

Από το 1991 έως το 1993, ωστόσο, τα οικονομικά της Gucci ήταν στο «κόκκινο». Ο τότε προέδρος του ομίλου Maurizio Gucci -εγγονός του ιδρυτή- κατηγορήθηκε ότι ξόδευε υπερβολικά για τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας στη Φλωρεντία και το Μιλάνο. Το 1993 πούλησε τις εναπομείνασες μετοχές της εταιρείας έναντι 170 εκατομμυρίων δολαρίων στην Investcorp με έδρα το Μπαχρέιν, τερματίζοντας με περιπετειώδη τρόπο τη σχέση της οικογένειας Gucci με την εταιρεία, όπως εξάλλου αποτυπώθηκε και στην ταινία του 2021 «House of Gucci».

Εκείνη την περίοδο, η LVMH άρχισε σιγά-σιγά να αγοράζει μετοχές της εταιρείας παρά τις αντιδράσεις του τότε διευθύνοντος συμβούλου της Gucci, Domenico De Sole. Όλα άλλαξαν με την κυριαρχία του Pinault της PPR, ο οποίος ενσωμάτωσε τον ιταλικό οίκο στην αυτοκρατορίου της μετέπειτα Kering.

Το 2004, ο Tom Ford και ο De Sole εγκατέλειψαν την εταιρεία λόγω διαφωνιών για τα συμβόλαια με την PPR όπως αναφέρει η Wall Street Journal, αφού είχε έρθει στην εταιρεία η πρώην σχεδιάστρια τσαντών της Fendi, Frida Giannini, ελπίζοντας να ενισχύσει το τμήμα αξεσουάρ της Gucci. Το 2015 πέρασε στα χέρια του δημιουργικού διευθυντή Alessandro Michele και το 2023 του Sabato De Sarno.

Μπουτίκ Gucci στη Φλωρεντία το 1980 | © Archivio Foto Locchi Firenze

Η στρατηγική του François-Henri Pinault

Το Μάρτιο του 2014, σε ένα άρθρο στο περιοδικού του Harvard Business School, ο Γάλλος μεγιστάνας της μόδας αποκάλυπτε την πηγή κάθε εξέλιξης και προσπάθειες να αναγεννήσει την Gucci, αφήνοντας πίσω του την οικογενειακή επιχείρηση πώλησης ξυλείας που είχε εγκαινιάσει ο πατέρας του François Pinault το 1962, και εξελίχθηκε σε έναν κολοσσό-όμιλο εταιρειών – Printemps (πολυκαταστήματα στη Γαλλία) το 1992, η οποία κατείχε επίσης το 54% της La Redoute (γαλλική εταιρεία λιανικής πώλησης αγορών μέσω ταχυδρομείου), Fnac (γαλλικό βιβλιοπωλείο, εταιρεία λιανικής πώλησης πολυμέσων και ηλεκτρονικών ειδών) το 1994- που οδήγησε στην πρώτη μετονομασία του ομίλου σε Pinault-Printemps-Redoute το 1994.

«Θα έπρεπε να αφήσω τα πράγματα όπως ήταν υπό τον πατέρα μου ή θα έπρεπε να τα οδηγήσω σε μια νέα κατεύθυνση; Η PPR και αργότερα Kering κατείχε ένα εκλεκτικό σύνολο επιχειρήσεων. Κατασκευάζαμε οικοδομικά προϊόντα. Είχαμε καταστήματα λιανικής πώλησης και επιχειρήσεις ταχυδρομικών παραγγελιών στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική. Είχαμε αποκτήσει τον όμιλο Gucci, σε μια σειρά από συναλλαγές που ξεκίνησαν το 1999. Ανησυχούσα ότι τα περιουσιακά μας στοιχεία ήταν πολύ στενά συνδεδεμένα με τη Δυτική Ευρώπη, και ειδικότερα με τη Γαλλία. Η εταιρεία έπρεπε να γίνει πιο διεθνής, πιο προσανατολισμένη στην ανάπτυξη, πιο κερδοφόρα. Έτσι, επικεντρώθηκα στον τομέα πολυτελείας μας – ενδύματα και αξεσουάρ – που είχε ισχυρές δυνατότητες μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2007, αποκτήσαμε το πλειοψηφικό πακέτο της Puma και αποφασίσαμε να οικοδομήσουμε έναν δεύτερο στρατηγικό πυλώνα στον τομέα του αθλητισμού και του lifestyle γύρω από αυτό το εμπορικό σήμα».

Έχοντας διατελέσει πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Kering από τον Μάρτιο του 2005, ο François-Henri Pinault ηγήθηκε μιας επιτυχημένης αναδιάρθρωσης που οδήγησε στην επανατοποθέτηση του ομίλου στις αγορές πολυτελείας και αθλητικών ειδών, γεγονός που του έφεραν κέρδη ύψους 13,6 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2018. Ο Pinault εγκαινίασε μια νέα εποχή για την Kering ως παίκτης αμιγούς πολυτελείας, αφού αποεπένδυσε από την Puma, πούλησε το 50% της συμμετοχής της στη Stella McCartney και πούλησε τον Christopher Kane πίσω στον σχεδιαστή.

Εκτός από όλα αυτά, είναι και παραγωγός, γνωστός για τις ταινίες Eden (2014), The Prophet (2014) και CNBC Meets (2011), παντρεμένος με την ηθοποιό Σάλμα Χάγιεκ από τις 14 Φεβρουαρίου 2009, ενώ σύμφωνα και με το Bloomberg πριν από μερικούς μήνες μεθόδευε την απόκτηση της του μεγαλύτερου πρακτορείου ταλέντων ηθοποιών του Χόλιγουντ, Creative Artists Agency.

O γάλλος δισεκατομμυριούχος δεν θα υπαναχωρήσει από τους στόχους του, αφού διέκρινε κάποια «σταδιακή» βελτίωση στις πωλήσεις στη Βόρεια Αμερική και την Ασία-Ειρηνικό κατά το τέταρτο τρίμηνο.

«Σε μια δύσκολη χρονιά για τον όμιλο, ενισχύσαμε την οργάνωσή μας και κάναμε σημαντικά βήματα για να ενισχύσουμε περαιτέρω την προβολή και την αποκλειστικότητα των οίκων μας. Έχουμε επικεντρωθεί στην αναζωογόνηση της Gucci», δήλωσε ο Pinault. Παρά το γεγονός ότι όπως ο ίδιος προανήγγειλε, μια επενδυτική στρατηγική που επικεντρώνεται στη «υποστήριξη της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης των brands της» θα επιβαρύνει τα λειτουργικά έσοδα του ομίλου για ολόκληρο το έτος το 2024 σε σύγκριση με τα αντίστοιχα του 2023.

Πηγή ΟΤ



ΠΗΓΗ