Η κατάσταση με την ακρίβεια στην Ελλάδα καθίσταται όλο και δυσκολότερη, με αποτέλεσμα να έχουν ξεπεραστεί τα όρια αντοχών των πολιτών. Μπορεί η κατανάλωση να κινείται θετικά, ωστόσο υπάρχουν πολλά «σημάδια», τα οποία δείχνουν ότι συντηρείται από τα όποια…έτοιμα διαθέτουν οι πολίτες σε τραπεζικές καταθέσεις.

Άλλωστε, το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ελλάδος κατέγραψε μείωση των καταθέσεων για νοικοκυριά και επιχειρήσεις άνω των 3 δισ. ευρώ, έρχεται να επιβεβαιώσει τα παραπάνω σε μια συγκυρία, η οποία δείχνει τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσης οι καταναλωτές. Άλλωστε και η κυβέρνηση της ΝΔ έχει προβλέψει -εντός του προϋπολογισμού – προσγείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης από το 2,9% το 2023 στο 1,3% το 2024.

Φάνηκαν εδώ και καιρό οι δυσκολίες

Πάντως, οι συνθήκες έχουν αρχίσει να δυσκολεύουν εδώ και αρκετούς μήνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό αποταμίευσης των Ελλήνων το 2022 ήταν αρνητικό έναντι αποταμίευσης 12,7% κατά μέσο όρο στην ΕΕ, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που δόθηκαν πριν από λίγο καιρό στη δημοσιότητα.

Το 2022, οι άνθρωποι στην ΕΕ εξοικονόμησαν κατά μέσο όρο το 12,7% του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Το ποσοστό ήταν σημαντικά χαμηλότερο από το 2021 (16,4%) και πιο κοντά στις τιμές πριν από την πανδημία COVID-19.

Τα υψηλότερα ακαθάριστα ποσοστά αποταμίευσης μεταξύ των χωρών της ΕΕ το 2022 καταγράφηκαν στη Γερμανία (19,9%), στην Ολλανδία (19,4%) και στο Λουξεμβούργο (18,1%).

Από τις καταθέσεις «τρώνε» οι Έλληνες αυτή τη περίοδο

O πίνακας δείχνει το ακαθάριστο ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών

Δώδεκα χώρες της ΕΕ κατέγραψαν ποσοστά αποταμίευσης κάτω του 10% το 2022, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα και η Πολωνία που κατέγραψαν αρνητικά ποσοστά, -4% και -0,8%, αντίστοιχα. Αυτό δείχνει ότι τα νοικοκυριά στην Ελλάδα και στην Πολωνία ξόδευαν περισσότερα από το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημά τους και επομένως είτε χρησιμοποιούσαν συσσωρευμένες αποταμιεύσεις από προηγούμενες περιόδους, είτε δανείζονταν για να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες τους.

Αποκαλυπτικά είναι και τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τη συνολική αποταμίευση στη χώρα, που παράλληλα δίνουν και μια άλλη πτυχή για το επίπεδο των εισοδημάτων αλλά και της αγωνίας για κάλυψη των καθημερινών αναγκών.

Αρχικά, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η αποταμίευση κυρίως προέρχεται από τις επιχειρήσεις και τη γενική κυβέρνηση, με τα νοικοκυριά να υστερούν. Έτσι, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2022 η συνολική ακαθάριστη αποταμίευση (gross saving) στην οικονομία αυξήθηκε στα 21,8 δισ. ευρώ από 16,5 δισ. ευρώ το 2021. Ωστόσο καταγράφηκε μείωση της αποταμίευσης των νοικοκυριών στο -2,6% του ΑΕΠ.

Εικόνα για το 2023

Αξίζει να σημειωθεί ότι για το 2023 καταγράφεται ανάλογη τάση, με βάση την έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ για τον περασμένο Οκτώβριο. Όπως αναφέρεται, «ο δείκτης της πρόθεσης για αποταμίευση τους προσεχείς 12 μήνες ενισχύθηκε ελαφρά τον Οκτώβριο και διαμορφώθηκε στις –61,7 μονάδες (από -63,8).

Το 81% των νοικοκυριών δεν θεωρεί πιθανή την αποταμίευση στο επόμενο 12μηνο, ενώ το 16% τη θεωρεί πιθανή ή πολύ πιθανή. Οι σχετικοί δείκτες διαμορφώθηκαν στις +2,7 μονάδες στην ΕΕ και στις +2,6 μονάδες στην Ευρωζώνη».

Τι συμβαίνει με τις επιχειρήσεις

Ειδικότερα για τις επιχειρήσεις, καταγράφηκε έξοδος καταθέσεων. Στους 11μηνο του 2023, οι Μη Χρηματοπιστωτικές Επιχειρήσεις «τράβηξαν» από τις τράπεζες περισσότερα από 2,3 δισ. ευρώ, ενώ την ίδια περίοδο οι συνολικές ροές χρηματοδότησης (νέα δάνεια μείον αποπληρωμές) περιορίσθηκαν στα 874 εκατ. ευρώ.

Όπως προκύπτει, τα αίτια δεν έχουν σχέση μόνο με την ακρίβεια. Οι επιχειρήσεις προσαρμόζουν τη χρηματοοικονομική τους στρατηγική με βάση τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί μετά τις 10 διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που οδήγησαν σε μεγάλη άνοδο τα επιτόκια δανείων, αλλά όχι των καταθέσεων.

Η Τράπεζα της Ελλάδος υπολογίζει ότι μόνο το ένα τρίτο των αυξήσεων στα επιτόκια της ΕΚΤ έχει περάσει στους καταθέτες, ενώ ειδικά στις καταθέσεις μιας ημέρας οι αυξήσεις ήταν ελάχιστες και παραμένουν κοντά στο μηδέν.

Οι επιχειρήσεις προσαρμόζουν τη χρηματοοικονομική τους στρατηγική

Το πρόβλημα με τα επιτόκια

Σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις, το μεσοσταθμικό επιτόκιο στις καταθέσεις προθεσμίας των νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο το πρώτο δεκάμηνο του 2023 σε 1,5%, περίπου κατά 140 μονάδες βάσης (μ.β.), υψηλότερα έναντι της ίδιας περιόδου του 2022, ενώ στις καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας (λογαριασμοί τρεχούμενοι, όψεως και ταμιευτηρίου) αυξήθηκε οριακά κατά 3 μονάδες βάσης.

Αντίθετα, το μεσοσταθμικό επιτόκιο επιχειρηματικών δανείων ανήλθε κατά μέσο όρο σε 5,8% το πρώτο δεκάμηνο του 2023, έναντι μέσης τιμής 3,2% το ίδιο δεκάμηνο του 2022. Ουσιαστικά, δηλαδή, το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων σχεδόν διπλασιάσθηκε.

Συνεπώς, οι επιχειρήσεις προτίμησαν να αποσύρουν καταθέσεις από τις τράπεζες και να τις αξιοποιήσουν για τη χρηματοδότηση των λειτουργικών και επενδυτικών τους αναγκών, ενώ, παράλληλα, περιόρισαν στο ελάχιστο δυνατό την άντληση νέων δανείων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το 11μηνο του 2023, οι ΜΧΕ απέσυραν 2,325 δισ. από τις τράπεζες. Η μεγαλύτερη εκροή καταθέσεων καταγράφηκε τον Ιανουάριο (-3,4 δισ.), καθώς είχε προηγηθεί και η μεγάλη εποχική αύξησή τους τον Δεκέμβριο. Πάνω από 2,2 δισ. «τράβηξαν» τον Οκτώβριο, ενώ και τον Νοέμβριο συνεχίσθηκαν οι εκροές, με ποσό 2,325 δισ.

Πηγή: ot.gr



ΠΗΓΗ