Με ρυθμό 2,3% «έτρεξε» η ελληνική οικονομία κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2024 σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), σε όρους όγκου, κατά το 2ο τρίμηνο 2024 να παρουσιάζει αύξηση κατά 1,1%, σε σχέση με το 1ο τρίμηνο 2024, ενώ σε σύγκριση με το 2ο τρίμηνο 2023 παρουσίασε αύξηση κατά 2,3%.

Η ελληνική οικονομία, με τις παθογένειες που παρουσιάζει, ανακάμπτει από τις «στάχτες» που άφησε η μνημονιακή εποχή αλλά τα τραύματα της δεν έχουν ακόμα επουλωθεί.

Είναι χαρακτηριστικό πως το τωρινό ΑΕΠ (με βάση τα στοιχεία του 2023) βρίσκεται στα επίπεδα του Σεπτεμβρίου 2001, σύμφωνα με την ανάλυση της HellasFin Investment Services. Αν μάλιστα γίνει σύγκριση με το υψηλό των 252 δισ. ευρώ του Μαρτίου του 2008, το συνολικό εθνικό προϊόν υπολείπεται κατά 22%.

ΑΕΠ β΄ τριμήνου 2024

Το «τέρας» του πληθωρισμού

Παρά τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης συγκριτικά με την Ευρωζώνη, η ελληνική οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει τις συμπληγάδες του πληθωρισμού στο υπόλοιπο του 2024. Στην Ελλάδα ο πληθωρισμός τον Αύγουστο διαμορφώθηκε στο 3,2%, αυξημένος από το 3% που είχε καταγράψει τον Ιούλιο. Οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται με το ελαιόλαδο να οδηγεί την κούρσα των ανατιμήσεων, με αύξηση της τάξεως του 49,1% σε σχέση με τον περσινό Αύγουστο. Ειδικότερα, ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή τον Αύγουστο 2024, σε σύγκριση με τον Ιούλιο 2024 παρουσίασε αύξηση 0,3%.

Ο πληθωρισμός τον Αύγουστο διαμορφώθηκε στο 3,2%, αυξημένος κατά 0,2% σε σχέση με τον Ιούλιο

Η οριακή άνοδος του πληθωρισμού τον Αύγουστο, η  νέα υποχώρηση του οικονομικού κλίματος και η περαιτέρω διολίσθηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, εντείνουν τις ανησυχίες για όσα έπονται.

Τα ελληνικά νοικοκυριά «γονατίζουν» από τον πληθωρισμό

Κατανάλωση και πάγιες επενδύσεις

Ιδιαίτερες ανησυχίες, σύμφωνα με την HellasFin, εγείρονται από το πολύ υψηλό ποσοστό συμμετοχής της κατανάλωσης στην τελική διαμόρφωση του ΑΕΠ (Ιδιωτική 70,1% και Δημόσια 19,3%).

Σχετικά με τις πάγιες επενδύσεις, η σύγκριση με την Ευρωζώνη είναι ακόμη απογοητευτική. Η συνεισφορά τους στο ελληνικό εθνικό προϊόν, με την συμπερίληψη των ενισχύσεων στα πλαίσια του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, ανάγεται στο 14,4%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ανέρχεται στο 21%.

Υψηλή κατανάλωση, χαμηλή παραγωγική βάση

Η συνθήκη της υψηλής κατανάλωσης και χαμηλής παραγωγικής βάσης αποτυπώνεται στην πάγια αιμορραγία από τον λογαριασμό των καθαρών εξαγωγών. Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί εγχωρίως να παράγει προϊόντα και να παρέχει υπηρεσίες προκειμένου να υποκαταστήσει τις αντίστοιχες εισαγωγές της.

Η ενεργή συμμετοχή της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας μπορεί να επιτευχθεί μέσω της παραγωγής και εμπορίας καινοτόμων και ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών, πεδίο στο οποίο ακόμη υστερεί σημαντικά. Η δυναμική συνιστώσα της ελληνικής οικονομίας, η τουριστική βιομηχανία, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκές μοντέλο διατηρήσιμης ανάπτυξης των επόμενων δεκαετιών, αναφέρει η εταιρεία συμβούλων και διαχείρισης περιουσίας στην ανάλυσή της.

Η οικονομική κρίση του 2009 ήταν κυρίως αποτέλεσμα των δίδυμων ελλειμάτων. Δημοσιονομικό έλλειμμα δεν υφίσταται πλέον. Υφίσταται όμως σημαντικό αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων και διαχείρισης περιουσίας.

Σημαντικό έλλειμμα παρατηρείται στο εμπορικό ισοζύγιο

Εμπορικό έλλειμμα

Σχετικά με την ιδιωτική κατανάλωση, όπως αναφέρεται στην οικονομική ανάλυση, αποτελεί το 70,1% του συνολικού ΑΕΠ, μεγεθύνθηκε σε ετήσια βάση κατά 2% και σε τριμηνιαία 0,6%. Η δημόσια δαπάνη με συνεισφορά 19,3% στο ΑΕΠ, μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά 3,6%.

Οι συνολικές επενδύσεις οι οποίες απαρτίζουν το 14,4% του ΑΕΠ αυξήθηκαν κατά 3,9% στο έτος. Οι επενδύσεις στον παραδοσιακό στυλοβάτη του ΑΕΠ τις κατοικίες (1,8% μερίδιο στο ΑΕΠ), παρουσίασε ετήσια καθίζηση 5,4%.

Επιδείνωση σημειώθηκε στην χρονίζουσα δομική αδυναμία του εμπορικού ελλείμματος. Σε 12μηνη βάση οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 0,84% ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 4,2%, με αποτέλεσμα ο λογαριασμός του καθαρού υπολοίπου εξαγωγών εισαγωγών, να αφαιρεί από το συνολικό ΑΕΠ το 6,8% της αξίας του, σε σύγκριση με το 6% του προηγούμενου τριμήνου.



ΠΗΓΗ