«Ο πρωτοβάθμιος προσεισμικός έλεγχος δεν αρκεί για να είμαστε σίγουροι για τη στατική επάρκεια μιας κατασκευής. Πρέπει να ακολουθήσουν ο δευτεροβάθμιος και ο τριτοβάθμιος έλεγχος εάν βρεθεί κάποιο πρόβλημα, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες επεμβάσεις. Είναι βέβαια ένα καμπανάκι, αλλά για να προβούμε στη συντήρηση ενός έργου δεν θα πρέπει να περιμένουμε να μας το επιβάλει ο προσεισμικός έλεγχος».

Αυτό υποστηρίζει, μιλώντας στα «ΝΕΑ», ο ακαδημαϊκός, μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) Παναγιώτης Καρύδης, με αφορμή την έναρξη του προγράμματος υποχρεωτικού προσεισμικού ελέγχου που ανακοινώθηκε πρόσφατα από το υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας.

«Διερωτάται λοιπόν κανείς, πώς είναι δυνατόν να προβεί σε έναν αξιόπιστο προσεισμικό έλεγχο, ο οποίος προφανώς είναι οπτικός, χωρίς όμως να έχει την άμεση δυνατότητα να δει τι μπορεί να κρύβεται πίσω από τις εν λόγω επενδύσεις», συμπληρώνει ο κ. Καρύδης

Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη σεισμικότητα στην Ευρώπη και μία από τις υψηλότερες παγκοσμίως.

Σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν καλά το θέμα, η εκτίμηση είναι πως μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2024 θα έχει ελεγχθεί το 70% των δημόσιων κτιρίων.

Ωστόσο, στο  σημείο αυτό, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το θέμα των προσεισμικών ελέγχων δεν είναι κάτι νέο.

Κατά καιρούς εξαγγέλλονται νέοι κύκλοι ελέγχων οι οποίοι είτε έγιναν εξ αποστάσεως (!), είτε δεν ξεκίνησαν, είτε δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ…

Υπενθυμίζεται ότι πριν από 22 χρόνια (το 2001) δόθηκε εντολή, από το τότε ΥΠΕΧΩΔΕ και μετά από τον ΟΑΣΠ, να γίνει προσεισμικός έλεγχος σε περίπου 80.000 κτίρια του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

Σήμερα, δύο δεκαετίες μετά, έχουν ελεγχθεί γύρω στα 25.000 (!).

Αυτό, πρακτικά σημαίνει ότι περίπου  55.000 κτίρια – ανάμεσά τους και πολλά εγκαταλελειμμένα σε ερειπιώδη κατάσταση – δεν έχουν ακόμη ελεγχθεί με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην περίπτωση ενός μεγάλου σεισμού για την ασφάλεια όσων θα περνούν κάτω ή δίπλα από αυτά…

Δεν θα μπορούμε να επέμβουμε

Σύμφωνα με μηχανικούς που γνωρίζουν καλά το θέμα, με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα, «θα γνωρίζουμε την κατάσταση των κτιρίων αλλά δεν θα μπορούμε να επέμβουμε…». Τι σημαίνει αυτό;

Σημαίνει πως θα υπάρχει εικόνα για τα επικίνδυνα (ενδεχομένως) κτίρια, αλλά στα περισσότερα από αυτά δεν θα μπορούν οι ειδικοί να επέμβουν προκειμένου να προχωρήσουν στη στατική τους αναβάθμιση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια όσων ζουν, κινούνται και εργάζονται σε αυτά τα κτίρια, ιδίως όταν πρόκειται για σχολεία και νοσοκομεία.

Κι αυτό θα συμβεί επειδή, όπως εξηγούν οι ίδιες πηγές, ένα μεγάλο ποσοστό των δημόσιων κτιρίων, που κυμαίνεται από 20% έως 30%, είτε έχουν μεγάλες πολεοδομικές παραβάσεις, είτε είναι εξ ολοκλήρου αυθαίρετα (ανήκουν στη λεγόμενη κατηγορία 5).

Και σε αυθαίρετα μη τακτοποιημένα κτίρια, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, δεν μπορεί να γίνει καμία παρέμβαση, είτε πρόκειται για στατική ενίσχυση, είτε ενεργειακή αναβάθμιση, με συνέπεια αυτά τα κτίρια να μην μπορούν να υπαχθούν σε κάποιο πρόγραμμα χρηματοδότησης.

Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι από το φθινόπωρο του 2020 η τακτοποίηση των αυθαιρέτων της κατηγορίας 5 «πάγωσε» και, δεύτερον, μέχρι πρότινος πολλά κτίρια το Δημόσιο τα έχτιζε χωρίς οικοδομική άδεια ή έκανε προσθήκες.

Οι επενδύσεις που κρύβουν τα προβλήματα

Ο ομότιμος καθηγητής στο ΕΜΠ θέτει και ένα άλλο ζήτημα.

Όπως αναφέρει, σήμερα τα περισσότερα παλαιά νοσοκομεία μας είναι επενδυμένα εσωτερικά και έχουν και ψευδοροφές, ιδιαίτερα στο ισόγειο, που είναι και ο κρισιμότερος όροφος από πλευράς σεισμικής ασφάλειας για αυτού του είδους τα κτίρια.

Μέσα στις ψευδοροφές τρέχουν καλώδια και πάσης φύσεως σωληνώσεις, όπου είναι ενσωματωμένα τα φωτιστικά και οι μονάδες κλιματισμού – εξαερισμού.

«Διερωτάται λοιπόν κανείς, πώς είναι δυνατόν να προβεί σε έναν αξιόπιστο προσεισμικό έλεγχο, ο οποίος προφανώς είναι οπτικός, χωρίς όμως να έχει την άμεση δυνατότητα να δει τι μπορεί να κρύβεται πίσω από τις εν λόγω επενδύσεις», συμπληρώνει.

Κατά τον Παναγιώτη Καρύδη, ιδιαίτερη δυσχέρεια για τον οπτικό προσεισμικό έλεγχο αντιμετωπίζεται στις περιπτώσεις των παλαιών κτιρίων, τα οποία ανακαινίζονται, κυρίως από αισθητικής και χρηστικής – διακοσμητικής πλευράς με επενδύσεις των τοίχων και ιδιαίτερα των φερόντων στοιχείων, όπως είναι τα δοκάρια και τα υποστυλώματα του κτιρίου.

Τα πάντα αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν…

Σε αυτή τη χώρα τα πάντα αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν…», επισημαίνει ο Παναγιώτης Καρύδης.

«Θα μπορούσαν οι οποιασδήποτε φύσεως φερόμενοι ιδιοκτήτες της κάθε κατασκευής να προβούν στον εν λόγω και άκρως απαραίτητο προσεισμικό έλεγχο από το 1978 (σεισμός Θεσσαλονίκης) ή έστω από το 1981 (σεισμός Αλκυονίδων).

Όπως υποστηρίζει «τα έργα στη χώρα μας δεν είναι αδέσποτα… Ετσι, εύλογα  διερωτάται ο κάθε φορολογούμενος και μη, κάτοικος αυτής της χώρας, τι από όλα αυτά έγιναν το τελευταίο τέταρτο του αιώνα; Πώς φροντίζουμε την περιουσία μας; (Βλέπε και στέγαστρο Καλατράβα)».

Η πρόταση του Παναγιώτη Καρύδη είναι «να φτιάξουμε πρώτα τα επείγοντα, τα απλά και τα οφθαλμοφανώς χρήζοντα άμεσης συντήρησης και ας αφήσουμε για το μέλλον τους μεγαλόσχημους, χρονοβόρους και δαπανηρότατους σχεδιασμούς».

Όπως υποστηρίζει «ας αντιληφθούμε, επιτέλους, ότι οι ανάγκες άμεσης συντήρησης και δομικής αποκατάστασης (έπειτα βέβαια από την απαραίτητη επιθεώρηση από τους αρμόδιους υπηρεσιακούς φορείς και υπεύθυνους του κάθε έργου) είναι κατεπείγουσες και δεν θα πρέπει να τις εξαρτήσουμε από τους συναφείς  προσεισμικούς ελέγχους, οι οποίοι ούτως ή άλλως είναι στοιχειωδώς απαραίτητοι να διεξαχθούν το συντομότερο και να επαναλαμβάνονται τακτικά».

Οι «απασφαλισμένες χειροβομβίδες»

«Θεωρώ  ότι, ανεξαρτήτως της θέσπισης από την πολιτεία ως υποχρεωτικού του προσεισμικού ελέγχου για τα κτίρια δημοσίου συμφέροντος, ο εν λόγω προσεισμικός έλεγχος θα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα και για κάθε ιδιωτικό κτίριο και, γενικότερα, ιδιωτική κατασκευή.

Η δομική ασφάλεια των ιδιωτικών κατασκευών θα πρέπει και αυτή να θεωρείται ως ένα δημόσιο αγαθό», επισημαίνει.

Και συμπληρώνει: «Πέραν αυτού όμως, καλό θα ήταν να μαθαίναμε ποια είναι η πρόβλεψη της πολιτείας για τα παλαιά και εγκαταλελειμμένα, ή και αγνώστου ιδιοκτήτη κτίρια, πολλά εκ των οποίων βρίσκονται στα ιστορικά κέντρα πόλεων και οικισμών, και αποτελούν απασφαλισμένες χειροβομβίδες που επικρέμανται πάνω από ανυποψίαστους πολίτες».

Το παράδειγμα της νέας γέφυρας του Αλφειού ποταμού

Σε ό,τι αφορά  το θέμα της συντήρησης των έργων και ιδιαίτερα των γεφυρών, με την εγκατάσταση για παράδειγμα ειδικών οργάνων μέτρησης και παρακολούθησης της συμπεριφοράς τους κατά τη διάρκεια της ζωής τους (σ.σ.: για τις γέφυρες ο σχετικός διαγωνισμός προχωράει προς την ολοκλήρωσή του / συμφωνία -πλαίσιο), η θέση του ομότιμου καθηγητή του ΕΜΠ είναι πως «κανείς δεν θα μπορούσε να είναι αντίθετος αυτής της διαδικασίας, αν βέβαια  προηγουμένως είχαν ληφθεί τα στοιχειώδη μέτρα συντήρησης, η έλλειψη των οποίων είναι εμφανής ακόμη και διά γυμνού οφθαλμού σε πολλά έργα υποδομών και άλλα δημόσια και ιδιωτικά έργα στη χώρα μας».

Ο ίδιος, φέρνει ως ένα απλό παράδειγμα, τη νέα γέφυρα του Αλφειού στην Καρύταινα.

«Ενα απλό παράδειγμα, το οποίο μπορεί να είναι ακόμη και αντιπροσωπευτικό της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε, αποτελεί και η νέα γέφυρα του Αλφειού στην Καρύταινα, η οποία βρίσκεται επάνω και αρκετά υψηλότερα από την παλαιά και διατηρητέα ως μνημείο λιθόδμητη γέφυρα. Η εν λόγω μνημειακή γέφυρα είχε απεικονιστεί ακόμη και σε γραμματόσημο…», λέει.

Και συνεχίζει: «Οπως μπορεί να αντιληφθεί ακόμη και ένας μη ειδικός στα θέματα αυτά, αν πέσει από ψηλά όπου βρίσκεται η νέα γέφυρα ένα κομμάτι μπετόν επάνω στην παλαιά γέφυρα – μνημείο, θα βλαφτεί καίρια το μνημείο, αν δεν καταστραφεί ολοσχερώς (!).

»Οπως φαίνεται καθαρά στη φωτογραφία (στο γράφημα), το μπετόν στον πόδα και στην κεφαλή των υποστυλωμάτων που στηρίζονται στο επίσης διαβρωμένο βασικό τόξο, είναι θρυμματισμένο και τα σίδερα είναι έντονα διαβρωμένα, αν όχι κομμένα.

»Η ερώτηση λοιπόν είναι, το αν εγκαταστήσουμε όργανα μέτρησης και παρακολουθήσουμε τη συμπεριφορά της εν λόγω γέφυρας, για κάποιο αρκετό μακρύ χρονικό διάστημα, τι θα κερδίσουμε ώστε στη συνέχεια να προβούμε στην εκτέλεση των απαραίτητων έργων συντήρησης, πέραν αυτού που μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας ως προς τη θλιβερή κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η γέφυρα και το άμεσα επαπειλούμενο ιστορικό μνημείο;

Η απάντηση είναι ότι πράγματι θα κερδίσουμε σημαντική γνώση ως προς τη συμπεριφορά διαβρωμένων και επικίνδυνων κατασκευών και ενδιαφέρουσες ερευνητικές εργασίες και συναφείς δημοσιεύσεις, αλλά μέχρι τότε τόσο η γέφυρα και οι χρήστες της όσο και το υποκείμενο μνημείο θα κινδυνεύουν πολύ περισσότερο από ό,τι σήμερα…».

Premium έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»



ΠΗΓΗ