Αν και κατά κοινή ομολογία το 2023 ήταν μια ζοφερή χρονιά, το 2024 θα μπορούσε να αποδειχθεί ακόμη πιο δυστοπικό.

«Κληρονομεί» πολλούς μικρούς, αλλά και δύο μεγάλους καταστροφικούς πολέμους, αυτούς στην Ουκρανία και στη Λωρίδα της Γάζας, που βρίσκονται σε στρατηγικό αδιέξοδο, χωρίς ορατό τέλος και με μονίμως πιθανό τον κίνδυνο διάχυσης.

Εξελισσόμενες και ήδη αισθητές, οι γεωπολιτικές και υβριδικές -ενεργειακές και οικονομικές- επιπτώσεις τους παραμένουν αστάθμητοι παράγοντες.

Στο σκηνικό ρευστότητας προστίθενται η απειλή αποσταθεροποίησης κρατών και το φάσμα των ανθρωπιστικών κρίσεων.

Το σπιράλ χρέους και η απειλή της ύφεσης. Η εκτίναξη του κόστους ζωής και η κοινωνική αστάθεια.

Η αύξηση των μεταναστευτικών ροών λόγω πολέμων, κρίσεων, αλλά πλέον και της επιδεινούμενης κλιματικής αλλαγής.

Άλλες δυσεπίλυτες και άλλες απουσία βούλησης ή συναίνεσης της διεθνούς κοινότητας για την επίλυσή τους, πολλές από τις κρίσεις που «κληρονομεί» η νέα χρονιά αναμένεται να κλιμακωθούν, ενόσω στον ορίζοντα ήδη σχηματίζονται νέες.

Στις προκλήσεις του 2024 έρχονται άλλωστε να προστεθούν μια σειρά από καινοφανή προβλήματα -όπως η ραγδαία και ακόμη εκτός συνολικού ρυθμιστικού πλαισίου εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης- σε μια χρονιά κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων, ικανών να ανατρέψουν πλήρως τις ήδη εύθραυστες διεθνείς ισορροπίες.

Μοιραία, «μητέρα» όλων των αναμετρήσεων είναι οι αμφίρροπες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, τον προσεχή Νοέμβριο.

Μέχρι τότε ωστόσο θα έχουν μεσολαβήσει άλλες, ορισμένες με μεγάλο ειδικό βάρος και ως πιθανοί προάγγελοι σημαντικής πολιτικής αναταραχής σε ολόκληρο τον κόσμο.

Με πρώτες τη τάξει τις ΗΠΑ, το 2024 αποτελεί «σούπερ εκλογική χρονιά», με ρεκόρ εκλογικών αναμετρήσεων σε περισσότερες από 60 χώρες, συν τους «27» της ΕΕ με τις ευρωεκλογές του Ιουνίου

Κρίσιμες κάλπες ή κάλπες κρίσης;

Σχεδόν με το «καλημέρα» του 2024, στις 13 Ιανουαρίου, θα στηθούν οι πρώτες κρίσιμες κάλπες της χρονιάς, που θα μπορούσαν να ανοίξουν ένα νέο πολεμικό μέτωπο στον πλανήτη.

Το διακύβευμα εξάλλου των επικείμενων γενικών εκλογών στην Ταϊβάν -για την ανάδειξη προέδρου, αντιπροέδρου και των 113 μελών της Νομοθετικής Συνέλευσης- δεν είναι μόνο η διακυβέρνηση του αυτοδιοικούμενου νησιού, που ελάχιστες χώρες αναγνωρίζουν ως ανεξάρτητο κράτος και η Κίνα το θεωρεί αναπόσπαστο τμήμα της επικράτειάς της.

Έχουν de facto δυναμική κρας τεστ στις τεταμένες σινο-αμερικανικές σχέσεις, σε μια περίοδο αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.

Την άνοιξη εν τω μεταξύ αναμένεται η πανηγυρική επανεκλογή δύο διεθνών «παικτών» που αμφισβητούν, καθείς από τη δική του σκοπιά, το διεθνές status quo.

Ο ένας είναι ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν, στενός σύμμαχος του Πεκίνου και ορκισμένος πια εχθρός της «Δύσης της παρακμής».

Χρησιμοποιεί τις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου ως «γέφυρα» συνέχισης της ηγεμονίας του τουλάχιστον έως το 2030.

Στο μεσοδιάστημα ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει μπει από τον Φεβρουάριο πια στον τρίτο χρόνο, δοκιμάζοντας περαιτέρω τη συνοχή της Δύσης, αλλά και τα όρια της αμερικανικής ισχύος.

Ο έτερος διεθνής «παίκτης» είναι ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι, με ακραία εθνικιστική ατζέντα στο εσωτερικό και με επαμφοτερίζουσα εξωτερική πολιτική.

«Ανήσυχος» σύμμαχος της Δύσης, εμπορικός εταίρος της Ρωσίας και περιφερειακό αντίπαλο δέος στην Κίνα, ο Μόντι θα ηγηθεί κατά την τρίτη προεδρική θητεία του της προσπάθειας της Ινδίας να γίνει ο νέος οικονομικός «γίγαντας» της Ασίας και ηγετική δύναμη του Παγκόσμιου Νότου.

Σε αυτό το σκηνικό γεωπολιτικής κινούμενης άμμου, μετρώνοντας «πληγές» από δύο μεγάλους πολέμους στην γεωγραφική γειτονιά της -που «κόντυναν» ακόμη περισσότερο το διεθνές «ανάστημά» της- η ΕΕ θα οδηγηθεί στις ευρωεκλογές του Ιουνίου.

Αναμένεται να «θερίσει θύελλες» από την συστημική -είτε σιωπηρή, είτε εξόφθαλμη- «κανονικοποίηση» της Ακροδεξιάς, που προβάρει όλο και περισσότερα «κοστούμια» εξουσίας.

Οι προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου χαρακτηρίζονται οι κρισιμότερες στη σύγχρονη ιστορία, και δη όχι μόνο των ΗΠΑ

«Γαϊδούρι» ή «ελέφαντας» στις ΗΠΑ;

Εκεί πάντως που θα είναι καρφωμένα όλα τα βλέμματα τη νέα χρονιά, ακόμη και στις αναμετρήσεις που θα έχουν προηγηθεί εντός του 2024, είναι οι ΗΠΑ.

Είναι εξ αρχής το σημείο αναφοράς σε αυτό μακρύ εκλογικό «τρενάκι του τρόμου». Θεωρείται πολύ πιθανόν να καταλήξει τον Νοέμβριο σε δημοκρατικό εκτροχιασμό της αμφισβητούμενης μεν, πλην de facto μεγαλύτερης οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης του πλανήτη.

Οι μνήμες από τη χαοτική προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ (2016-2020) είναι εξάλλου ακόμη νωπές και η προοπτική επανόδου του στον Λευκό Οίκο προκαλεί στη Δύση κύμα ανησυχίας.

Παρά τις ανοιχτές νομικές υποθέσεις του και τις βαριές κατηγορίες που αντιμετωπίζει σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο, παραμένει έως τώρα το αδιαμφισβήτητο φαβορί στις δημοσκοπήσεις. Και για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, και για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.

Κάθε πρόβλεψη είναι ωστόσο σε αυτή τη φάση παρακινδυνευμένη.

Κατ’ αρχάς, εκκρεμεί η απόφαση του -ελεγχόμενου από τους υπερσυντηρητικούς- Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ ως προς το εάν ο Τραμπ μπορεί πράγματι να αποκλειστεί από τα ψηφοδέλτια των ρεπουμπλικανικών προκριματικών εκλογών σε πολιτείες όπου έχει ήδη ληφθεί σχετική δικαστική απόφαση -προσώρας στο Κολοράντο και στο Μέιν.

Σε κάθε περίπτωση το συνεχές αφήγημά του περί «κλεμμένης ψήφου» το 2020 και τώρα για πολιτικές διώξεις σε βάρος του, οι επερχόμενες δίκες του εν μέσω προεκλογικής περιόδου και η εν εξελίξει έρευνα-πολιτικό «πυροτέχνημα» των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων κατά του προέδρου Μπάιντεν για τις αμφιλεγόμενες δοσοληψίες του 53χρονου γιου του, Χάντερ, δημιουργούν στις ήδη πολωμένες ΗΠΑ κλίμα εμφυλίου.

Την πολιτική αβεβαιότητα υποδαυλίζει εν τω μεταξύ η προχωρημένη ηλικία του Τζο Μπάιντεν -όταν ανοίξουν οι κάλπες θα κοντεύει πια τα 82- ενώ η «ακλόνητη υποστήριξη» του Ισραήλ στον πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας έχει διχάσει το κόμμα του, τους Δημοκρατικούς, και την εκλογική τους βάση.

Όχι τυχαία, πολλοί δηλώνουν πλέον ανοιχτοί στην υποστήριξη τρίτου υποψηφίου.

Ο έλεγχος της ραγδαία εξελισσόμενης τεχνητής νοημοσύνης αναμένεται να εξελιχθεί σε ένα από τα βαθύτερα προβλήματα του 2024

Προς μια τεχνολογική δυστοπία;

Σε αυτό το σκηνικό εκλογικού αναβρασμού έρχεται να «κουμπώσει» και η τεχνητή νοημοσύνη.

Στην εποχή των ανεξέλεγκτων fake news, εκφράζονται φόβοι ότι αναμένεται να προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη αναταραχή σε μια super εκλογική χρονιά όπως το 2024, απ’ ότι έχει κατηγορηθεί στο πρόσφατο παρελθόν το Facebook.

Ήδη η τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποιείται ευρέως προεκλογικά, από την παραπληροφόρηση, έως την αύξηση της χρηματοδότησης υποψηφίων και κομμάτων, με πιο εξελιγμένη στόχευση δωρητών και ψηφοφόρων βάσει αλγορίθμων.

Δεν υπάρχει ωστόσο «διαφάνεια ως προς τον τρόπο με τον οποίο έχουν σχεδιαστεί, με ποια δεδομένα έχουν εκπαιδευτεί και πώς έχουν ρυθμιστεί», είχε γράψει προ μηνών σε ένα ενδιαφέρον άρθρο γνώμης στον Guardian η Έλεν Τζάντσον, επικεφαλής του Κέντρου Ανάλυσης των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης στη βρετανική δεξαμενή σκέψης Demos.

Υπό αυτή την έννοια, ανέφερε, «οι εκλογές του 2024 αποτελούν μια κρίσιμη δοκιμασία ως προς το ποιος έχει τον έλεγχο: οι πολίτες και οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις ή οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας».

Σαφώς και δεν είναι κάτι που μπορεί να αφεθεί στην τύχη.

«Πρέπει επειγόντως να αντιμετωπίσουμε  τον αντίκτυπο της τεχνητής νοημοσύνης στην πολιτική, προτού συμβεί», ανέφερε η αρθρογράφος.

Αυτά, από τον περασμένο Ιούλιο.

Έκτοτε ωστόσο έχουν γίνει ελάχιστα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση από αρμόδιους φορείς και κυβερνήσεις.

Με το 2023 να έχει πια καταγραφεί ως η πιο θερμή χρονιά στην ιστορία, η ελπίδες για αντιστροφή των δεδομένων το 2024 είναι από ελάχιστες, έως μηδαμινές

Κλιματική κρίση, πράσινη μετάβαση και οικονομία

Μετά τις «νομικές ομορφιές της περιβαλλοντικής διπλωματίας» στη σύνοδο κορυφής της COP28 για το κλίμα, η δημοκρατία και η κλιματική πολιτική αναμένεται να συγκρουστούν το 2024, σημειώνει ο αρθρογράφος του Bloomberg, Ντέιβιντ Φίκλινγκ.

«Η πιο βρώμικη δουλειά των πολιτικών ελιγμών πρόκειται να αναλώσει τις δημοκρατίες τους επόμενους 12 μήνες», αναφέρει, αν και «το κλίμα θα βρεθεί στα ψηφοδέλτια με έναν τρόπο που σπάνια έχουμε δει».

Θα κληθούν στις κάλπες οι ψηφοφόροι χωρών, εξηγεί, που αντιπροσωπεύουν συνολικά πάνω από το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού και περίπου το ίδιο ποσοστό των εκπομπών ρύπων.

«Αυτό», επισημαίνει, μπορεί «να προσφέρει την προοπτική να σπάσουν τα αδιέξοδα στις πολιτικές για το κλίμα και την ενέργεια» ή να έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα.

Σε αυτό συντείνει κατά τόπους η κρίση κόστους ζωής, αλλά και η απογοήτευση.

Είτε από την απόδοση κομμάτων των Πρασίνων που κατάφεραν να ανελιχθούν σε θέσεις εξουσίας.

Είτε από τον «πράσινο» οπορτουνισμό έτερων παρατάξεων, που έσπευσαν να «νερώσουν» την περιβαλλοντική ατζέντα τους στο όνομα της ενεργειακής επάρκειας και της επισφαλούς οικονομικής ανάπτυξης, εν μέσω πληθωρισμού και προστατευτισμού.



ΠΗΓΗ