Τέλος εποχής για έναν από τους πιο εμβληματικούς επιχειρηματίες και πολιτικούς της Ιταλίας τα τελευταία 50 χρόνια. Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, Σίλβιο Μπερλουσκόνι πέθανε σήμερα, Δευτέρα 12 Ιουνίου, σε ηλικία 86 ετών στο νοσοκομείο San Raffaele του Μιλάνο.

Ο Μπερλουσκόνι είχε επιστρέψει στο νοσοκομείο San Raffaele την περασμένη Παρασκευή, μετά από μακρά νοσηλεία – 45 ημερών – λόγω πνευμονίας και μιας μορφής λευχαιμίας. Το πρωί, ο αδερφός του Πάολο και τα παιδιά του είχαν σπεύσει στο νοσοκομείο, όπου βρισκόταν ήδη η Marta Fascina.

Ο Ιταλός μεγιστάνας, επιχειρηματίας και πολιτικός, υπηρέτησε ως Πρωθυπουργός της χώρας τις περιόδους 1994–1995, 2001–2006 και 2008–2011, όντας ο ο μακροβιότερος μεταπολεμικά πρωθυπουργός της Ιταλίας. Υπήρξε Ευρωβουλευτής από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι τον Οκτώβριο του 2022 όταν και παραιτήθηκε προκειμένου να είναι μέλος Γερουσίας της Ιταλίας θέση στην οποία είχε υπηρετήσει ξανά, το 2013.

Υπηρέτησε ακόμη ως μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Ιταλίας, από το 1994 έως το 2013, και ως μέλος της Γερουσίας της Ιταλίας, από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο του 2013.

Πέρα από τις δραστηριότητες του στον πολιτικό στίβο, ο «Cavaliere», όπως ήταν ευρύτερα γνωστός, απετέλεσε τα τελευταία 50 χρόνια, ένα από τους κορυφαίους επιχειρηματίες στη γείτονα χώρα. Είχε ιδιαίτερα δραστήρια εμπλοκή με τα μήντια, όντας ο κύριος μέτοχος και ιδρυτής της Ιταλικής εταιρείας ΜΜΕ Mediaset. Επίσης για 31 χρόνια από το 1986 έως το 2017, ήταν ο ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας της Μίλαν, με την οποία κατέκτησε εγχώριους αλλά και ευρωπαϊκούς τίτλους, ενώ έφερε στους «ροσσονέρι» αρκετούς ποδοσφαιριστές  παγκόσμιας κλάσης. Το περιοδικό Forbes τον κατέταξε ως τον 190ο πλουσιότερο άνθρωπο στον πλανήτη, με καθαρή περιουσία 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ.

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, έκανε τρεις γάμους, ενώ είχε πολυάριθμες εξωσυζυγικές σχέσεις. Απέκτησε πέντε παιδιά και έξι εγγόνια. Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Κάρλα Νταλ’ Όλιο (1965-1985) με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, η δεύτερη η ηθοποιός Βερόνικα Λάριο (1990-2014) με την οποία απέκτησε τρία παιδιά και η τρίτη η 33χρονη Μάρτα Φασίνα την οποία παντρεύτηκε το 2022 και πριν εκλεγεί βουλευτής, εργαζόταν στο γραφείο Τύπου της Μίλαν.

Η βιογραφία του «Καβαλιέρε»

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1936 στο Μιλάνο, όντας γόνος αστικής οικογένειας και γιος διευθυντή τραπέζης. Σπούδασε νομικά και το 1962 ίδρυσε την πρώτη του κατασκευαστική εταιρεία «Εντιλνόρντ» επωφελούμενος από την ραγδαία οικοδομική έξαρση του Μιλάνου. Στη 10ετία του ’70 επιχειρεί τις πρώτες του επενδύσεις στα ΜΜΕ εκμεταλλευόμενος την απελευθέρωση της τηλεοπτικής αγοράς. Μέσα σε 15 χρόνια (1986) έφθασε να του ανήκει το 80% της ιταλικής ιδιωτικής τηλεόρασης, ενώ το ίδιο έτος γίνεται ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας Μίλαν.

Στη συνέχεια ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αποκτά τον μεγαλύτερο εκδοτικό ιταλικό οίκο το γνωστό «Μονταντόρι» και μια από τις κορυφαίες ιταλικές εφημερίδες την «Ιλ Τζιορνάλε», ενώ ακόμη άλλες 150 περίπου εταιρείες περιέχονται κάτω από τον έλεγχο της «Fininvest», της μητρικής εταιρείας του οικονομικού κολοσσού του. Παρά ταύτα, μια ακολουθία από χρέη και δικαστικές έρευνες για φοροδιαφυγή, δωροδοκίες, λογιστικές απάτες μέχρι και για διασυνδέσεις με την ιταλική μαφία είχαν κυριολεκτικά αποτελέσει ένα κλοιό γύρω από τον Ιταλό μεγιστάνα. Αντίθετα όμως από κάθε πρόβλεψη ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι προχωρεί στην ίδρυση του πολιτικού κόμματος «Φόρτσα Ιτάλια» και κατεβαίνει στην πολιτική αρένα σε συνεργασία με την «Εθνική Συμμαχία» και την γνωστή από τις αποσχιστικές τάσεις της «Λέγκα του Βορρά».

Πρωθυπουργικές θητείες

Στις εκλογές του 1994 ο ιταλικός λαός του προσφέρει τη νίκη και ο Μπερλουσκόνι χρίστηκε Πρωθυπουργός της Ιταλίας. Η πρώτη του θητεία θα διαρκέσει μερικούς μήνες λόγω των εσωτερικών κλυδωνισμών της κυβερνώσας συμμαχίας που θα τον αναγκάσουν σε παραίτηση. Παρά την αναστροφή αυτή που ακολούθησαν πρωτόδικες καταδίκες περί οικονομικών σκανδάλων (1997 και 1998), οι οποίες αργότερα ακυρώθηκαν,  παρέμεινε πολιτικά ενεργός ως ηγέτης της αντιπολίτευσης.

Το 2001 εξαγγέλλοντας πλήθος φοροαπαλλαγών, μέτρων κατά του εγκλήματος, αύξησης συντάξεων και μείωσης της ανεργίας κέρδισε και πάλι τις εκλογές.  Ακολούθησε μια σειρά ιδιαίτερων πολιτικών αποφάσεων που χαρακτήρισαν τον ίδιο αλλά και την Ιταλία, μεταξύ των οποίων ο σκανδαλώδης νόμος 2003 που παραχωρούσε άσυλο σε δημόσιους αξιωματούχους, η άρνησή του να εγκαταλείψει τον έλεγχο της αυτοκρατορίας του στα ΜΜΕ, η υποστήριξή του στην εισβολή στο Ιράκ και μια σειρά άλλων μέτρων και θέσεων λιγότερο σημαντικών.

Στις επόμενες εκλογές του 2006 ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι θα χάσει από τον αντίπαλό του Ρομάνο Πρόντι και θα επανέλθει στην ηγεσία της αντιπολίτευσης.

Επανεξελέγη πρωθυπουργός στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου του 2008. Πέτυχε νίκες τόσο στη Βουλή όσο και στη Γερουσία. Στην 315μελή Γερουσία, το κόμμα του Μπερλουσκόνι κέρδισε 168 έδρες έναντι 130 για τον αντίπαλό του, Βάλτερ Βελτρόνι. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ο συντηρητικός συνασπισμός του Μπερλουσκόνι προηγήθηκε με 46,8% των ψήφων έναντι 37,5% για τον αντίπαλό του.

Οι κύριες προτεραιότητές του ήταν ο καθαρισμός των δρόμων της Νάπολης από τα σκουπίδια και η βελτίωση της ιταλικής οικονομίας. Η νέα κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι ορκίστηκε και ανέλαβε καθήκοντα στις 8 Μαΐου του 2008. Στις 14 Μαΐου του 2008 έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή με 335 ψήφους υπέρ και 275 κατά.

Το κόμμα «Λαός της Ελευθερίας»,  με το οποίο κέρδισε τις εκλογές του 2008 ιδρύθηκε στις 18 Νοεμβρίου του 2007 και προήλθε από την ένωση της «Φόρτσα Ιτάλια» με την «Εθνική Συμμαχία» του Τζιανφράνκο Φίνι. Η επίσημη ίδρυση έγινε στο συνέδριο στις 27-29 Μαρτίου του 2009, στο οποίο ο Μπερλουσκόνι εξελέγη αρχηγός του κόμματος.

Στις 13 Δεκεμβρίου 2009 τραυματίστηκε στο πρόσωπο έπειτα από επίθεση που δέχθηκε από ένα άτομο, το οποίο τον γρονθοκόπησε. Το συμβάν έλαβε χώρα στο Μιλάνο, έπειτα από πολιτική συγκέντρωση.

Η κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή με ψήφους 342-275 στις 29 Σεπτεμβρίου 2010 και από την Γερουσία στις 14 Δεκεμβρίου 2010, με 162 ψήφους υπέρ επί 308 ψηφισάντων.

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δέχθηκε πιέσεις να παραιτηθεί μετά την επιδείνωση της ιταλικής οικονομίας και την αύξηση του επιτοκίου κρατικού δανεισμού πάνω από 6%. Τελικά, υποσχέθηκε ότι θα παραιτηθεί μετά την ψήφιση του πακέτου σταθεροποίησης της ιταλικής οικονομίας από το Ιταλικό Κοινοβούλιο, όπως και έπραξε στις 12 Νοεμβρίου 2011.

Τον Οκτώβριο του 2012 καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών για φοροδιαφυγή. Μιλώντας αργότερα στο υπό ιδιοκτησία του τηλεοπτικό κανάλι Italia Uno υποστήριξε ότι «εξαιτίας ορισμένων δικαστών, η Ιταλία μετατρέπεται σε μια βάρβαρη χώρα».  Σημειώνεται ότι η ποινή αφορά υπόθεση αγοράς τηλεοπτικών δικαιωμάτων για την προβολή ταινιών από τις ΗΠΑ από τα τηλεοπτικά κανάλια του ομίλου Mediaset ιδιοκτησίας Μπερλουσκόνι. Έπειτα από την απόφαση οι μετοχές της Mediaset υποχώρησαν σχεδόν 3%. Σύμφωνα δε με την ιταλική ποινική δικονομία ο Σ. Μπερλουσκόνι είχε  το δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης δύο φορές προτού υπάρξει οριστική καταδίκη, γι’ αυτό και δεν υποχρεώθηκε να εκτίσει την ποινή φυλάκισης, μέχρι την εκδίκαση της  τελευταίας του έφεσης.

Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2012 το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, “Ο Λαός της Ελευθερίας” απέσυρε την υποστήριξή του προς την κυβέρνηση του τεχνοκράτη Μάριο Μόντι με συνέπεια να ξεσπάσει πολιτική και κυβερνητική αστάθεια στην Ιταλία.

Μπερλουσκόνι και ποδόσφαιρο

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της Μίλαν, -η μία από τις δύο μεγάλες ομάδες της γενέτειρας πόλης του, η άλλη είναι η Ίντερ-, στις 10 Φεβρουαρίου του 1986. Τη συμφωνία υπέγραψε ο γιος του Πάολο , αφού ο Σίλβιο βρισκόταν στο Παρίσι. Η επικύρωση της συμφωνίας εξαγοράς του 52% της Μίλαν, έγινε πράξη στις 20 Φεβρουαρίου, οπότε ο Μπερλουσκόνι έγινε νέος ιδιοκτήτης των «ροσονέρι» και ακολούθως στις 24 Μαρτίου ανέλαβε την προεδρία της ομάδας.

Άμεσα μάλιστα προχώρησε σε αύξηση του κεφαλαίου φθάνοντας στο 99,9%,  καλύπτοντας τις τρέχουσες υποχρεώσεις και προχωρώντας στην ενίσχυση της ομάδας, ξεκινώντας την μεγάλη περιπέτεια του στη Μίλαν. Μια εξαιρετικά ένδοξη εποχή για τους «ροσσονέρι» ξεκίνησε με την ομάδα του Μιλάνου, να κερδίζει τα πάντα, μεγαλουργώντας στις εγχώριες αλλά και τις διεθνείς διοργανώσεις.

Ήταν μακράν ο πλέον επιτυχημένος πρόεδρος στην Ιστορία της Μίλαν. Την ανέδειξε 8 φορές πρωταθλήτρια Ιταλίας (1988, 1992, 1993, 1994, 1996, 1999, 2004, 2011), 5 φορές πρωταθλήτρια Ευρώπης (1989, 1990, 1994, 2003, 2007), κατέκτησε δύο διηπειρωτικά Κύπελλα (1989 και 1990) και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο συλλόγων (2007).

Επίσης κέρδισε 7 ιταλικά σούπερ Κύπελλα (1989, 1992, 1993, 1994, 2004, 2011), 5 ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ (1989, 1990, 1995, 2003, 2007) και 1 κύπελλο Ιταλίας (2003). Σημείο αναφοράς η συνεργασία του με τον Αρίγκο Σάκι, ενώ ανάμεσα στους αστέρες που απέκτησε είναι οι  Ρούουντ Γκούλιτ, Μάρκο Φαν Μπάστεν, Φράνκ Ράϊκαρντ, Ζορζ Γουεά, Αντρέϊ Σεφτσένκο, Ρονάλντο, Κακά, Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς οι περισσότεροι εκ των οποίων κατέκτησαν και τη «Χρυσή Μπάλα».  Η εποχή Μπερλουσκόνι στη Μίλαν τελείωσε τυπικά στις 14 Απριλίου 2017,  μεταβιβάζοντας τις μετοχές του σε επενδυτικό σχήμα με επικεφαλής τον Κινέζο επιχειρηματία Γιονγκχόν Λι.

Ο «Cavaliere», δεν μπορούσε βέβαια να μείνει μακριά από το ποδόσφαιρο, έτσι το 2018, μετά την αποχώρηση του από τη Μίλαν, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αγόρασε τη Μόντσα στη Serie C. Τέσσερα χρόνια μετά, πάντα με τον Αντριάνο Γκαλιάνι στο πλευρό του την ανέβασε στη Serie A, φέρνοντας τη 110 χρόνια μετά την ίδρυσή της στην παρέα των μεγάλων του ιταλικού ποδοσφαίρου.

Μπερλουσκόνι και Media

Μετά την πώληση της κατασκευαστικής εταιρείας του, το 1974 άρχισε να ασχολείται με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ιδρύοντας μια εταιρεία καλωδιακής τηλεόρασης που ονομάζεται Telemilano. Το 1978, ίδρυσε τη Finvest, η οποία ιδρύθηκε αρχικά ως εταιρεία media holding. Για να αμφισβητήσει το μονοπώλιο των κρατικών δικτύων, ο Μπερλουσκόνι δημιούργησε το Canale 5 που ήταν το πρώτο εθνικό εμπορικό τηλεοπτικό δίκτυο της Ιταλίας. Ενίσχυσε περαιτέρω την εμβέλεια του δικτύου του με την απόκτηση του Italia 1 το 1982, και του Rete 4 το 1984.

ΠΗΓΗ